Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Μες στη νύχτα του κόσμου - Μαγδαληνή Θωμά

1 σχόλια
Το μυθιστόρημα Μες στη νύχτα του κόσμου της Μαγδαληνής Θωμά είναι μια ιστορία έρωτα στα πέτρινα χρόνια της Εσθονίας – την εποχή του πολέμου και της σταλινικής τρομοκρατίας. Ενός κεραυνοβόλου έρωτα – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό – ανάμεσα στην Εσθονή Άνου και τον Φιλανδό Γιάρμο. Ενός έρωτα που τον θρέφει η απόσταση και τον θεριεύουν οι κακουχίες. Πριν όμως φτάσουμε σ’ αυτόν, μας δίνεται – εν είδει ταραγμένου πρελούδιου – η διαφυγή της Άνου και της μικρότερης αδερφής της, της Έλι, από τους Ρώσους στρατιώτες που τις κυνηγάνε. Ένας νεαρός αντάρτης, ο Άχτο, θα τις βοηθήσει να ξεφύγουν. Η Έλι θα τον ερωτευτεί και αυτός ο έρωτας θα τη σημαδέψει για πάντα. Εδώ αρχίζουν να διαφαίνονται και οι ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των δύο αδερφών που θα παίξουν τον ρόλο τους στην ιστορία.

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα σε αυτό το πρώτο εισαγωγικό μέρος, σε αυτή τη φούγκα [στα ιταλικά σημαίνει «φυγή», «απόδραση», «κυνηγητό»], γιατί εδώ ακριβώς αρχίζει η συγγραφέας να ξεδιπλώνει τις λογοτεχνικές της ικανότητες, δίνοντάς μας ένα συγκλονιστικά αγωνιώδες αφήγημα. Οι περιγραφές είναι δοσμένες με ελλειπτικό τρόπο, μερικές φορές νιώθεις σαν να στενεύει το οπτικό πεδίο, όπως συμβαίνει σε κακό όνειρο. Η μεταφορική γλώσσα συμβάλλει ιδιαίτερα στη δημιουργία εικόνων, εικόνων έντονων και συχνά αλλόκοτων.
Σταχυολογώ από αυτό το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος:
-         - …ο ορίζοντας άδειος. Ένα φεγγάρι μοναχά σαν κομμένο κεφάλι πάνω από τα σύρματα.
-         - Αλλά ο Άχτο πέρναγε το μάτι του στο σίδερο σαν να το πέρναγε σε μετάξι.
-         - Πάνω στο νερό ξετυλιγόταν μια γάζα ομίχλης.
-         - Ξαφνικά η ιδέα της φυγής τής φάνηκε τόσο αδιάφορη, όσο και η παραχάραξη ενός δρόμου.
-         - …σαν λύκος βρόμαγε. [Δύσκολα θα βρεθεί αναγνώστης που να έχει μυρίσει λύκο, κι όμως το μυαλό μας κάνει πλάγια βήματα και πηγαίνει εκεί που μας θέλει το κείμενο: στην αναγνώριση του κτηνώδους, του μοχθηρού, του μοβόρου, του βδελυρού.]

Το αποτέλεσμα της αφηγηματικής δεινότητας της κ. Θωμά είναι μια σχεδόν σωματική συμμετοχή του αναγνώστη στις περιπέτειες των ηρώων: Νιώθεις το κρύο νερό να σε τυλίγει, στα πόδια σου τα καλάμια, στα ρουθούνια σου τη χωματίλα και τη μυρωδιά του καμένου, ακούς τις σφαίρες να σφυρίζουν δίπλα σου. [Συχνά η πραγματικότητα συγχέεται με το παραλήρημα και το όνειρο.] Αισθάνεσαι τον εγκλωβισμό και το αδιέξοδό τους. Λαχταράς να πάρεις ανάσα.

Στο δεύτερο μέρος, ο ρυθμός χαλαρώνει. Ξεχωρίζουν η περιγραφή του Τάρτου – «μια πόλη λευκή και ευγενική σαν καμπύλη κοχυλιού» -, η γνωριμία της Άνου με την Παλίνα, μια φαινομενικά απλή αλλά μυστηριώδη γυναίκα, και λίγο αργότερα με τον Φιλανδό Γιάρμο. Με πικρό, σαρκαστικό χιούμορ δίνονται οι ψευδαισθήσεις ενός λαού που τυραννισμένος από τους Ρώσους εισβολείς και την τρομοκρατία που επιβάλλουν προσβλέπει στους Γερμανούς για τη σωτηρία του. Οι ελπίδες απελευθέρωσης γρήγορα θα διαψευστούν.

Η εντυπωσιακότερη όμως σκηνή αυτού του δεύτερου μέρους είναι της (ενδεχόμενης - δεν ξέρουμε αν θα πραγματοποιηθεί) συνάντησης του Γιάρμο και της Άνου. (Μετά την πρώτη γνωριμία τους δίνουν ραντεβού την άλλη μέρα σε ένα πάρκο.) Με μοντάζ χιτσκοκικής ταινίας , η κ. Θωμά μάς δείχνει πότε την Άνου, πότε τον Γιάρμο, οξύνοντας στο έπακρο την αγωνία του αναγνώστη για το αν θα καταφέρουν να βρεθούν τελικά ή όχι. Ακόμη και στη δεύτερη ανάγνωση το σασπένς παρέμενε αμείωτο, παρότι γνώριζα πια τι θα συμβεί.
Και εδώ οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις είναι ευρηματικές:
-         - Τα μεγάλα παράθυρα ανάσαιναν τη Δύση.
-         - …τα πτώματα ξεθαμμένα στ’ αυλάκι σαν αλευρωμένα λουκάνικα.
-         - Ο Γιάρμο είχε πάρει στο μυαλό της το σχήμα του λουλουδιού που το ξεραίνουμε ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου.

Για το τελευταίο μέρος δεν θα ήθελα να πω πολλά για να μην υπονομεύσω την αναγνωστική εγρήγορση. Μόνο πως πάλι είναι έντονη η παρουσία του νερού (της θάλασσας σ’ αυτή την περίπτωση) αν και εδώ το οπτικό πεδίο διευρύνεται δίνοντας μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας.


Το μυθιστόρημα της Μαγδαληνής Θωμά είναι προϊόν έρωτα. Έρωτα για την Εσθονία και τους ανθρώπους της, αλλά και για την (ελληνική) γλώσσα, όπως προσπάθησα να δείξω. Ο σχεδόν ποιητικός λόγος πατάει στέρεα στη γη εξυπηρετώντας απαρέγκλιτα τον στόχο του: τη δημιουργία δυνατών εικόνων και ατμόσφαιρας. Δεν φλυαρεί, δεν θεωρητικολογεί. Η ελλειπτική τριτοπρόσωπη αφήγηση συχνά αποφεύγει να κατονομάζει, αφήνοντας την ελευθερία στον αναγνώστη να συμμετάσχει, να συμπληρώσει τα κενά, να ενώσει τις τελείες που θα σχηματίσουν την ευρύτερη εικόνα. Οι ήρωές της δίνονται ελαφρώς φλουταρισμένοι σαν να βγαίνουν από φωτογραφία της εποχής σε σέπια. Πιασμένοι στη μέγγενη της Ιστορίας, ανάμεσα στη Σκύλα και στη Χάρυβδη, γίνονται πανανθρώπινοι, γίνονται δικοί μας.



[Το κείμενο στηρίχτηκε στη συμβολή μου στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στο βιβλιοπωλείο "Κλου" στον Βόλο, στις 13 Δεκεμβρίου 2018.

Διαβάστε εδώ εργοβιογραφικά στοιχεία για τη Μαγδαληνή Θωμά από τη βάση δεδομένων της BiblioNet.
Συνέχεια →
Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

"Έκθεση περί τυφλών" από το μυθιστόρημα "Περί ηρώων και τάφων" του Ερνέστο Σάμπατο - Ανάλυση

1 σχόλια
Διαβάζοντας τον Σάμπατο έρχεσαι αντιμέτωπος με τα μεγάλα μεταφυσικά προβλήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο του 20ου αιώνα: την υπαρξιακή αγωνία, τη μοναξιά, την καταρράκωση των αξιών που παλιότερα τον στήριζαν. Καταδύεσαι στο παράλογο και στο λυρικό συναίσθημα. Η τριλογία του διαμορφώνεται από την αποκάλυψη της εξωτερικής πραγματικότητας και της εσωτερικής πραγματικότητας, της λογικής και της απουσίας της.
Είναι πρώτα απ’ όλα μια αναζήτηση της αληθινής ανθρώπινης κατάστασης. Η μεγαλύτερη ανησυχία του είναι να επιστρέψει στον άνθρωπο την αληθινή ουσία του, το είναι του. Είναι μια επιθυμία να ενοποιήσει εκ νέου την ανθρώπινη φύση την κρυμμένη, σύμφωνα με τον Σάμπατο, από τη λογική.
Από την άλλη, ο Σάμπατο διακηρύττει ότι η τέχνη είναι το μοναδικό γνωστικό εργαλείο, εγκυρότερο ακόμη κι από την επιστήμη. διότι για την τέχνη το υπαρκτό ισοδυναμεί τόσο με το αντικειμενικό όσο και με το υποκειμενικό, ενώ για την επιστήμη αυτό που μετράει είναι αυτό που είναι επαληθεύσιμο σε ένα εργαστήριο ή απλώς το αντικειμενικό.
«Το μυθιστόρημα, τοποθετημένο όπως είναι ανάμεσα στην τέχνη και τη σκέψη, έχει μια τριπλή και υπερβατική αποστολή: καθαρτική, την είχε διαισθανθεί ο Αριστοτέλης, γνωστική, ώστε να εξερευνήσει περιοχές της πραγματικότητας που μόνο αυτή μπορεί, και την ενοποίηση μιας ανθρώπινης πραγματικότητας κατακερματισμένης από έναν αφηρημένο πολιτισμό.» [Σάμπατο, Más sobre las Misiones trascendentales de la novela]
Η κρίση του σύγχρονου κόσμου
Με τον 20ο αιώνα εμφανίστηκαν και τα κατακλυσμιαία γεγονότα που έφεραν τρόμο στον σύγχρονο άνθρωπο: οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η ατομική βόμβα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επιπρόσθετα, ο 20ος αιώνας είναι επίσης μάρτυρας της εμφάνισης των μεγάλων μητροπόλεων, και δεδομένων των συμπαραδηλώσεών τους θα μπορούσαν κάλλιστα να περιγραφούν ως λαβύρινθοι, όπου βασιλεύουν το άγχος και το σκοτάδι και από όπου καμιά διαφυγή δεν είναι δυνατή.
«Η πόλη κυριαρχείται από το χρήμα και τη λογική.» [Σάμπατο, Άνθρωποι και γρανάζια]
Η πόλη συμβάλλει στην αλλοτρίωση του ανθρώπου, στην πλήρη αποξένωση, του αρνείται τη δυνατότητα να υπάρχει, τον βυθίζει σε μια βαθιά μοναξιά και απομόνωση. Ωστόσο, η βασική αιτία της «μαζοποίησης», της μετατροπής του σε αντικείμενο,  οφείλεται στη λογική. Θεότητα ενθρονισμένη στην Αναγέννηση της οποίας το έργο ήταν να εξορίσει στα πιο κρυφά μέρη τις άλογες δυνάμεις που χαρακτήριζαν το μεσαιωνικό πνεύμα, οι οποίες διασώθηκαν – αιώνες μετά – μόνο από τον ρομαντισμό στην ανοιχτή εξέγερσή του ενάντια στη λογική, στην επιστήμη και στον νεοεμφανιζόμενο, αλλά ανθεκτικό, καπιταλισμό.
«Η τέχνη θα μας σώσει από την πλήρη αλλοτρίωση, από αυτόν τον βάναυσο διαχωρισμό της μαγικής σκέψης από τη λογική σκέψη.» [Σάμπατο, Αββαδών ο εξολοθρευτής]
Η πάλη ανάμεσα στο λογικό και το άλογο, στη λογική και τη διαίσθηση, στην εξωτερική πραγματικότητα (για τον συγγραφέα είναι απλώς εικονική) και την ονειρική πραγματικότητα, χαρακτηρίζουν την «Έκθεση περί τυφλών». Αφήγηση χειμαρρώδης, παραληρηματική, σε πρώτο πρόσωπο από τον Φερνάντο Βιδάλ Όλμος. Ένα ημερολόγιο όπου καταγράφονται οι λεπτομέρειες της έρευνας που διεξάγει με σκοπό να ανακαλύψει τα μυστικά της Σέκτας των τυφλών, Σέκτα που κάλλιστα θα μπορούσε να συμβολίζει τη λογική. Η κάθοδός του θα τον απομακρύνει σιγά-σιγά από εκείνη τη θεωρία και θα τον μεταμορφώσει γυρίζοντάς τον πίσω στις απαρχές.
Επιλογή και μύηση
Ο Φερνάντο Βιδάλ Όλμος, όπως ο Τειρεσίας και ο Οιδίποδας, είναι ο εκλεκτός που θα ψηλαφίσει τις άγνωστες δυνάμεις που κυβερνούν το σύμπαν. Το πρώτο δείγμα του έργου που πρέπει να φέρει σε πέρας εμφανίζεται σε ένα μυητικό όνειρο όταν ακούει «μια καμπανούλα όπως κάποιος που θέλει να ξυπνήσει από ένα αιώνιο ύπνο.» Το όνειρο είναι μόνο η συνέχεια των «εφιαλτών και των παραισθήσεων» που είχαν στοιχειώσει την παιδική του ηλικία, χωρίς να καταλαβαίνει τότε, που αντιπροσώπευαν μια αποκάλυψη. Το έργο που του ανατίθεται είναι να αγωνιστεί ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του σύμπαντος που εμποδίζουν να αποκαλυφθεί η αλήθεια και η γνώση στον άνθρωπο. Οι διάφορες φάσεις που απαρτίζουν την έρευνα διέπονται από τη διαίσθηση και το προαίσθημα. Μία από αυτές είναι η ανακοίνωση ότι θα αυτοκτονήσει μέσω φωτιάς: «Πραγματικά, τι συμμορία καθαρμάτων! Για να πιστέψουν κάποιον χρειάζεται να καεί.» [433] Να διασχίσει (;) τη φωτιά ή να σκοτωθεί μόνος του, με σκοπό να εξαγνιστεί, σημαίνει – σύμφωνα με την ιουδαιοχριστιανική παράδοση – ότι η ανθρώπινη κατάσταση καταλύεται και άρα επιτρέπεται η πρόσβαση στον Παράδεισο.
Ο λαβύρινθος
Στην κάθοδό του, ή στο μυητικό του ταξίδι, στους υπονόμους του Μπουένος Άιρες, ο Βιδάλ Όλμος συναντά διαδρόμους, δωμάτια, πόρτες, σκάλες και τούνελ που με τη δομή τους συνθέτουν έναν λαβυρινθώδη χώρο: «Ποιος να το υποψιαζόταν, …πως το εργαστήρι μιας μοδίστρας ήταν η είσοδος στον μεγάλο λαβύρινθο;» [394] Αυτό μας γυρίζει στην προϊστορία, εποχή όπου η σπηλιά ενσωματωνόταν ή μετατρεπόταν σε λαβύρινθο, τόπο ιερό που εξυπηρετούσε στη μύηση των νεοφώτιστων ή στην ταφή των νεκρών. Ο λαβύρινθος, με τη σειρά του, αναγνωρίζεται ως το σώμα της μητέρας-γης (Η Πάτσαμαμα των περουβιανών ανθρακωρύχων). Η πρόσβαση σε έναν λαβύρινθο, σε ένα τούνελ ή σε μια σπηλιά, συμβολίζει την επιστροφή στα σπλάχνα της μητέρας-γης.
Η υπόγεια μήτρα
«Χους ει και εις χουν απελεύσει.» Αυτό που αρχικά είχε αποκαλυφθεί ως η αναζήτηση των μυστικών δυνάμεων του σύμπαντος μεταμορφώνεται σε μια αναζήτηση των απαρχών:  «Εκεί είναι η σπηλιά…, με οποιοδήποτε κόστος, πρέπει να διεισδύσω μέσα της.» [403]
Είναι σημαντικό το ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το ρήμα «διεισδύω» αντί για το «μπαίνω». Περισσότερο από σημαντικό, είναι συμβολικό, διότι η σπηλιά αντιπροσωπεύει τη μήτρα της μητέρας-γης. Σε πολλούς μύθους οι άνθρωποι έβγαιναν από τις σπηλιές, από τα σπλάχνα της γης, όπως οι ανθρακωρύχοι, τα φυτά και οι πέτρες, όμοια με μικρά έμβρυα που περιμένουν τη στιγμή της ανάπτυξης και της ωρίμανσής τους. Η νοσταλγία της προγεννητικής κατάστασης μετατρέπεται συχνά σε ένα συλλογικό φαινόμενο που υποχρεώνει τη φυλή να εγκαταλείψει τον αγώνα και την συνακόλουθη αναμονή της ολικής εξαφάνισής του (;). Ακόμη και σήμερα ο δυτικός άνθρωπος διατηρεί μέχρι τον θάνατό του ένα δυνατό συναίσθημα αλληλεγγύης προς τη γη που είδε τη γέννησή του. Ένα συναίσθημα που πάει πολύ πέρα από τον ψευδοπατριωτισμό που ενσταλάζει η άρχουσα τάξη και η παραδοσιακή εκπαίδευση. Είναι ο θαυμασμός κι η αγάπη για τον οικείο τόπο ή η θύμηση των προγόνων που είναι θαμμένοι στο κοντινό κοιμητήριο. Αυτό το συναίσθημα εμφανίζεται συχνότατα στους μύθους και τους θρύλους όπως και στη γλώσσα: οι Ρωμαίοι ονόμαζαν τα νόθα παιδιά TERRAE FILIUS [=τέκνα της γης] και οι Ρουμάνοι συνεχίζουν να τα αποκαλούν «παιδιά των λουλουδιών».
Η μητέρα είναι απλώς ο φορέας του έργου της μητέρας-γης. Γι’ αυτό τον λόγο, όταν πλησιάζει ο θάνατος, ο άνθρωπος πάνω απ’ όλα επιθυμεί να ταφεί στον γενέθλιο τόπο του, διότι αυτή η τελευταία πράξη τού επιτρέπει να επιστρέψει στον μητρικό κόλπο, τον μοναδικό τόπο αληθινής ειρήνης που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος. Η επιστροφή σημαίνει ότι ο κύκλος της ζωής έκλεισε.
«Η απόλυτη ερημιά, η αδυναμία να ξεχωρίσω τα όρια της σπηλιάς στην οποία βρισκόμουν… Είχα την αίσθηση πως ήμουν μόνος στον κόσμο και σαν αστραπή διέσχισε τον νου μου η ιδέα ότι είχα κατεβεί στις απαρχές του. Ένιωθα μεγαλειώδης κι ασήμαντος.» [458]
Η μοναξιά και τα σκοτάδια είναι ο κοινός παρονομαστής των σπηλαίων, και της μήτρας όμως, είναι η φυσική κατάσταση της εμβρυακής ζωής.
Ο πόνος ως μέσο μύησης του νεοφώτιστου
Ο πόνος είχε πάντα μεγάλη πνευματική αξία στους μύθους. Η ιουδαιοχριστιανική παράδοση μας λέει ότι για να μπορέσει ο Χριστός να σώσει τους ανθρώπους έπρεπε να θυσιαστεί. Επιπλέον, όλοι γνωρίζουμε την παροιμία που λέει «πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από το μάτι μιας βελόνας παρά ένας πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών». Η φτώχεια και ο πόνος είναι ευλογημένα από τον Θεό και όσο πιο φτωχός είναι ο άνθρωπος κι όσο πιο πολύ πόνο γνωρίζει τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην αιώνια σωτηρία.
Στον μύθο, όπως και στη χριστιανική θρησκεία, τα βάσανα και ο πόνος προκαλούνται από πνεύματα και θεούς, και έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Το να υπομένεις στωικά τα βάσανα σημαίνει για τον νεοφώτιστο να αφήνει πίσω την άσωτη ζωή για να γεννηθεί σε μια νέα, ιερή ζωή. Στην Έκθεση περί τυφλών παρατηρούμε διάφορα στάδια οδύνης: εφιάλτες, παραλήρημα, απώλεια…
«Ένιωσα εκείνο το ράμφος να μπαίνει στο αριστερό μου μάτι… Μέσω ενός μηχανισμού που δεν έχω καταφέρει ακόμη να κατανοήσω, γιατί στερούταν λογικής, κρατούσα πάντα το κεφάλι μου στην ίδια θέση, λες και ήθελα να διευκολύνω το διεστραμμένο εγχείρημα, όπως, παρόλο που υποφέρουμε, κρατάμε ακίνητο το στόμα και το κεφάλι μπροστά στον οδοντογιατρό.» [405-406]
Ο πόνος, ο σωματικός όσο κι ο πνευματικός, είναι απαραίτητος για τη μύηση, είναι η δοκιμασία που πρέπει να ολοκληρωθεί ώστε ο μυούμενος να αναγεννηθεί πνευματικά.
Η συνουσία με τη θεότητα
Μια άλλη μυητική δοκιμασία είναι η καταβρόχθιση από ένα τέρας (θα αρκούσε να αναφέρουμε τη βιβλική ιστορία του Ιωνά και της φάλαινας). Μια τέτοια δοκιμασία έχει δύο σημασίες:
Στον Μεσαίωνα, γενικά η κόλαση παραλληλιζόταν με ένα τεράστιο θαλάσσιο κήτος και το να σε καταπιεί δεν ήταν μόνο θάνατος αλλά και αιώνια καταδίκη.
Από την άλλη, η πρόσβαση στην κοιλιά του κήτους, το ίδιο όπως και η διείσδυση στη σπηλιά, είναι το μέσο για την επιστροφή στην εμβρυακή κατάσταση.
Αυτό μας φέρνει μπροστά σε έναν δυισμό: από τη μια μεριά ο θάνατος, το τέλος της ύπαρξης και κατά συνέπεια του χρόνου, από την άλλη η επιστροφή στις απαρχές, πριν την έναρξη της προσωρινής ύπαρξης.
Στην ανάλυσή μας συναντάμε και αυτή τη μυητική διαδικασία:
«Ήμουν βέβαιος ότι εκεί θα έπαιρνε τέλος η μακριά μου περιπλάνηση και ίσως σε εκείνο το πανίσχυρο κάστρο να έβρισκα επιτέλους το νόημα της ύπαρξής μου.» [467]
Απόσπασμα που επιβεβαιώνει το θέμα που αναπτύχθηκε παραπάνω: η αναζήτηση των απαρχών. Αυτή η νέα φάση ξεκινάει με μια μεταμόρφωση που ταυτόχρονα τονίζει τη διείσδυση του Βιδάλ στη θεότητα:
«Η οροσειρά έμοιαζε με τη ραχοκοκαλιά ενός τερατώδους απολιθωμένου δράκου… Όσο προχωρούσα έβλεπα ότι δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό, ότι όλα τα είχε κάψει η λάβα ή είχαν απολιθωθεί από τις καυτές στάχτες που εκείνος ο συμπαντικός κατακλυσμός είχε εξαπολύσει σε αλλοτινές εποχές.» [467-468]
Σε αυτό το ταξίδι παράλληλα με τη δημιουργία, την αυγή του φυσικού κόσμου, συντελείται και μια επιστροφή στην πρώτη ηλικία του σύμπαντος:
«Ξαφνικά ένιωσα τόσο φρικτά μόνος που μου ξέφυγε μια κραυγή. Και η κραυγή μου - σε εκείνη τη σιωπή τη μεταλλική, έξω από τον χρόνο και την Ιστορία – αντήχησε σαν να διέσχιζε αιώνες και γενιές εξαφανισμένες.» [470]
Ο γραμμικός χρόνος έχει καταργηθεί, αυτό μπορεί να το μαρτυρήσει ο αρχέγονος χρόνος στον οποίο ζουν οι μυθικοί πρόγονοι:
«Τώρα μπες. Αυτό είναι η αρχή και το τέλος σου.» [471]
Ο κύκλος έχει κλείσει. Το μόνο που μένει είναι το τελικό στάδιο:
«Κάτι ειδεχθές μου συνέβαινε ενώ ανέβαινα σε κείνο το ολισθηρό, όλο και πιο καυτό και ασφυκτικό τούνελ: το σώμα μου μετατρεπόταν στο σώμα ενός ψαριού.» [472]
Κατά τη συνουσία ο Βιδάλ υφίσταται μια μεταμόρφωση και την ίδια στιγμή θυμάται γεγονότα μακρινά και ξεχασμένα, που έπρεπε να τα είχε διατηρήσει η συλλογική μνήμη όπως τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Αργότερα χάνει τις αισθήσεις του και μόλις τις ανακτά βρίσκεται στο δωμάτιο της τυφλής (όπου είχε ξεκινήσει το μυητικό του ταξίδι). Ύστερα θα συνουσιαστεί μαζί της, αλλά στην πραγματικότητα η τυφλή είναι η μητέρα του Φερνάντο που με τη σειρά της συμβολίζει τη μητέρα-γη.
Μία από τις μόνιμες εμμονές του Σάμπατο είναι η αιμομιξία, πράξη που επιτρέπει την επιστροφή στη μήτρα. Η αιμομιξία είναι για τον Φερνάντο Βιδάλ Όλμος η συνάντηση με τον ίδιο τον εαυτό του, η ανάκτηση μιας χαμένης ταυτότητας:
«…για μια στιγμή βίωσα την ιλιγγιώδη και τώρα αναμφίβολη αποκάλυψη: Ήταν εκείνη!... ενώ περιμένω τον θάνατο συλλογίζομαι το μυστήριο εκείνης της ενσάρκωσης, προσκαλεσμένης ίσως από έναν επιτακτικό πόθο που κυρίευε το σώμα ενός μέντιουμ. (…) Μπήκα με μανία σε κείνο το είδωλο κι ύστερα είχα την αίσθηση πως ήταν ένα ηφαίστειο από σάρκα, του οποίου τα σαγόνια με κατασπάραζαν και του οποίου τα φλεγόμενα σωθικά έφταναν στο κέντρο της γης.» [479, 480-481]
Η αιμομιξία τελειώνει με μια σατουρνάλια γιορτή:
«Το ηφαίστειο της σάρκας ήταν ξεσκισμένο από τα κέρατα των μινωταύρων, σκαμμένο  λυσσασμένα από γιγάντιους αρουραίους.» [482]
Ο τεμαχισμός της θεότητας συμπίπτει με την επιστροφή στο χάος:
«Η ολέθρια, ραδιενεργή σελήνη εξερράγη… μια μεγάλη φωτιά πετάχτηκε, κι έτσι που απλωνόταν με μανία σκόρπιζε την ολοκληρωτική καταστροφή και τον θάνατο… Ολάκερο το σύμπαν κατέρρευσε πάνω μου…» [482]

Αυτό το αποκαλυπτικό όραμα είναι ο ολοσχερής αφανισμός του χρόνου και του χώρου, αφανισμός μέσω της φωτιάς, συμβόλου εξαγνισμού και προάγγελος του ίδιου του θανάτου.

Ανάλυση: Berta Lucia Estrada - Μετάφραση από τα ισπανικά: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης

Σημ. Οι αριθμοί μέσα σε αγκύλες παραπέμπουν στις αντίστοιχες σελίδες του Περί ηρώων και τάφων του Ερνέστο Σάμπατο, Εκδόσεις "Οδυσσέας".
Συνέχεια →
Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Homo Faber - Μαξ Φρις

0 σχόλια
Ο homo faber στην ανθρωπολογία παραπέμπει στον άνθρωπο κατασκευαστή εργαλείων με τα οποία είναι ικανός να ελέγχει τη μοίρα και το περιβάλλον του. Με σημερινούς όρους θα ονομαζόταν τεχνίτης, τεχνικός, τεχνολόγος, τεχνοκράτης. Στο μυθιστόρημα  Homo Faber του Μαξ Φρις, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Ελβετός Βάλτερ Φάμπερ, μηχανικός που εργάζεται για την UNESCO. Ο Φάμπερ πιστεύει απόλυτα στη λογική, στους νόμους των πιθανοτήτων και στη δυνατότητα της σύγχρονης τεχνολογίας να δώσει λύση σε όλα τα προβλήματα. Το συναίσθημα, η τέχνη, η λογοτεχνία, η ιστορία δεν έχουν θέση στη ζωή του. Ο θάνατος – πιθανότατα και ο έρωτας – είναι γι’ αυτόν ζήτημα στατιστικής.

Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος – «Πρώτο σταθμό» το ονομάζει ο Φρις – ανοίγει με το αεροπορικό ταξίδι του Φάμπερ από τη Νέα Υόρκη στο Μεξικό, με τελικό προορισμό το Καράκας, όπου πρόκειται να συναρμολογήσει τουρμπίνες. Το αεροπλάνο κάνει αναγκαστική προσγείωση στην έρημο του Ταμαουλίπας, γεγονός που θέτει σε κίνηση μία σειρά συμπτώσεων που θα καταρρίψουν κάθε βεβαιότητα του τεχνοκράτη Φάμπερ. Αρχικά, βέβαια, προσπαθεί να εξορθολογίσει αυτό που συμβαίνει, μιλώντας για το «απίθανο, ως ακραία εκδοχή του πιθανού», δίνοντάς μας μάλιστα και τη σχετική βιβλιογραφία. Ως αφηγητής, ο Φάμπερ πολύ νωρίς [σ. 29] ήδη προετοιμάζει τον προσεκτικό αναγνώστη για ό,τι συμβεί. Σαν να έλκεται από τη μοίρα – ή να είναι κάποιος εκτροχιασμένος νόμος των πιθανοτήτων; - ο αφηγητής του Φρις θα περιπλανηθεί στο Μεξικό για να βρει, πολύ αργά, έναν παλιό του γνωστό και έπειτα θα επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Από εκεί, άλλη μια παρόρμηση θα τον οδηγήσει να πάρει το πλοίο για την Ευρώπη πάνω στο οποίο θα γνωρίσει τη Ζάμπετ, τη νεαρή που θα μπορούσε να είναι – ή μήπως είναι; - κόρη του.

Τα δύο κύρια ταξίδια του Βάλτερ Φάμπερ γίνονται από την τεχνολογικά αναπτυγμένη Αμερική προς το «απολίτιστο» Μεξικό, το πρώτο, και έπειτα μέσω Γαλλίας και Ιταλίας προς την υπανάπτυκτη Ελλάδα της δεκαετίας του 1950, το δεύτερο. Αυτές οι δύο κάθοδοι θα τον κάνουν να συνειδητοποιήσει, αφού έχει πληρώσει βαρύτατο τίμημα, την «ύβρι» που έχει διαπράξει αποστεγνώνοντας τη ζωή του, αποφεύγοντας να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους, εξοβελίζοντας οτιδήποτε δεν συνάδει με τις τεχνοκρατικές του αντιλήψεις, αρνούμενος να δει την ουσία της ζωής. [Το Παλένκε, τα καλοδιατηρημένα ερείπια της καταπληκτικής πόλης-κράτους των Μάγια, χαρακτηρίζονται ειρωνικά από τον Φάμπερ «πέτρες που υποτίθεται παρίσταναν ένα ναό», «το πώς-το-λένε». Του προκαλεί πλήξη το γεγονός πως στο πλοίο υπάρχουν μόνο μυθιστορήματα. Τον «κουράζει» η αγάπη της Ζάμπετ για τα μουσεία της Ιταλίας ενώ εκείνον «δεν τον ενδιαφέρουν». Στην Αθήνα, περνάει τον Λυκαβηττό για την Ακρόπολη: «Αυτή είναι λοιπόν η περίφημη Ακρόπολη;» ρωτάει υποτιμητικά τη Χάννα, τη μητέρα της Ζάμπετ.]

Είναι προφανής η (αντεστραμμένη) σχέση του Βάλτερ με τον Οιδίποδα ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές σε άλλες αρχαίες τραγωδίες. Τόσο ο Οιδίποδας όσο και ο Βάλτερ είναι «τυφλοί» - δεν βλέπουν ή δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα βρίθει από αναφορές στην τυφλότητα και στην τύφλωση: πχ, «να βγάλω τα μάτια μου», «νιώθω σαν τυφλός αν και βλέπω πολύ καλά,» λέει ο Φάμπερ – το τελευταίο μάλιστα λίγο πριν δει το πέτρινο κεφάλι της Ερινύας στο Εθνικό Μουσείο της Ρώμης. Αυτό το κεφάλι της κοιμισμένης (ή νεκρής;) κόρης είναι το μοναδικό έκθεμα που θα τον συγκινήσει και θα μας προετοιμάσει ίσως για το τραγικό τέλος που πλησιάζει. Αργότερα, στην Αθήνα, ο Βάλτερ θα φοβηθεί το τέλος του Αγαμέμνονα [«Μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης»] όταν θα νομίσει ότι η Χάννα πρόκειται να του επιτεθεί με τσεκούρι στο μπάνιο.  

Ο Μαξ Φρις καταφέρνει να δημιουργήσει σασπένς στον αναγνώστη προοικονομώντας στοιχεία της εξέλιξης της πλοκής. Προανέφερα ήδη το ότι από τη σελ. 29 κιόλας μιλάει για την κόρη που έμαθε πως έχει και για τον θάνατό της. Νωρίτερα, όταν το αεροπλάνο (που θα πέσει) ετοιμάζεται να απογειωθεί, ο Βάλτερ διαβάζει σε μια εφημερίδα για κάποιο [επινοημένο από τον Φρις] μεγάλο αεροπορικό δυστύχημα στη Νεβάδα... Όπως και ο Σοφοκλής στον "Οιδίποδά" του, ο Μαξ Φρις κλείνει συνέχεια το μάτι στον προσεκτικό αναγνώστη, ταυτίζοντάς τον συναισθηματικά με τα δρώμενα. Αυτή ακριβώς η συναισθηματική φόρτιση είναι που δημιουργεί στις αφηγηματικές τέχνες το σασπένς, το οποίο ελάχιστη σχέση έχει με την έκπληξη που έρχεται από το πουθενά.

Το δεύτερο μέρος – ο «Δεύτερος σταθμός» - είναι άλλη μια κάθοδος. Μια κάθοδος στον Άδη της ύπαρξης του ήρωα. Δοσμένη από τον Φρις ως ημερολογιακές καταγραφές του αφηγητή του, μας περιγράφει τόσο την οδυνηρή περιπλάνηση του κατατρεγμένου από τις Ερινύες Βάλτερ, αλλά και την απαρχή μιας καθυστερημένης συνειδητοποίησης της ουσίας της ύπαρξής του και αμφισβήτησης των παλιών του βεβαιοτήτων. Πότε με πικρό χιούμορ πότε με παραληρηματικό λόγο, ο Φάμπερ αφηγείται την κρίση ταυτότητας που βιώνει [ο αποκομμένος από οποιαδήποτε πατρίδα πρωταγωνιστής], την ανικανότητά του [που επέρχεται ως τιμωρία της αιμομιξίας], την απόρριψη του «αμερικανικού ονείρου» [του συνυφασμένου με την υποταγή στην τεχνολογία] που κάποτε εκθείαζε, τη λαχτάρα του να ζήσει αλλιώς τη ζωή του [«Επιθυμία να μυρίσω άχυρο», «Να μην ξαναμπώ σε αεροπλάνο», «… να οδηγώ ένα γάιδαρο, να ένα επάγγελμα!», «Να είσαι αιώνιος σημαίνει: να έχεις υπάρξει.»] Συγκλονιστικές είναι οι στιγμές όπου θυμάται το παιχνίδι με τις λέξεις που έπαιζε με τη Ζάμπετ: εκεί που στο «δαντελένιο μπούστο» της περιγραφής της για τα κυματάκια αντέτασσε το δικό του πεζό «σαν αφρός μπίρας ή υαλοβάμβακας», τώρα πια αφήνει δειλά-δειλά τη φαντασία του ελεύθερη. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να έχει τις ψευδαισθήσεις του για τη Χάννα, ότι θα μπορούσε να παίξει γι’ αυτόν έναν ρόλο οδηγού-Αντιγόνης, κάτι που η ίδια δεν φαίνεται πουθενά να επιθυμεί.

Γραμμένο το 1957, εποχή που η τεχνολογία δεν είχε ακόμη δεχτεί την κριτική που δέχεται σήμερα, το αριστουργηματικό Homo Faber του Μαξ Φρις μάς θυμίζει το αλλοτινό αλλά πάντα επίκαιρο «Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχή αυτού;», προσφέροντάς μας  παράλληλα μοναδικές στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης.



[Διαβάστε εδώ άλλη ανάρτηση στο ιστολόγιό μας σχετική με τον Μαξ Φρις.]


Συνέχεια →
Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο - Δημήτρης Σωτάκης

0 σχόλια
Δεν είχα διαβάσει άλλο βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη πριν τον Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο [Εκδόσεις Κέδρος] αν και κάποια παλιότερα μυθιστορήματά του μου ήταν οικεία μέσω των σελίδων του περιοδικού «Διαβάζω». Βέβαια, απ’ ό,τι διάβασα στο διαδίκτυο, ο Δημήτρης Σωτάκης αγαπά το παράδοξο άρα δεν θα έπρεπε ίσως να με αιφνιδιάζει αυτή η μη ρεαλιστική πικρή σάτιρακατ’ άλλους, αλληγορία. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ο Δ.Σ. θα δεχόταν τέτοιο χαρακτηρισμό για το έργο του - νομίζω πως οι συγγραφείς απεχθάνονται τις ταξινομήσεις.
Ο τόπος όπου κυρίως διαδραματίζεται το μυθιστόρημα είναι μια μικρή παραθαλάσσια πόλη που θυμίζει έντονα επαρχιακή Ελλάδα, αλλά ο κ. Σωτάκης φροντίζει να μην την προσδιορίσει γεωγραφικά. Επίτηδες ίσως κάποια στιγμή μιλάει για «μετανάστες από τη νοτιοανατολική Ευρώπη» (σελ. 14) που έχουν έρθει στη συγκεκριμένη πόλη, χαρακτηρισμός που δεν θα χρησιμοποιούσαμε στην Ελλάδα.
Από την άλλη, η Ρουμανία, ως χώρα προέλευσης της οικογένειας που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα, περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες, και πιο συγκεκριμένα η ιδιαίτερη πατρίδα της, την οποία επισκέπτονται όλοι οι πρωταγωνιστές με τον κεντρικό χαρακτήρα να αναλαμβάνει ρόλο αφηγητή. Η Οράντεα είναι μια συνοριακή πόλη 200.000 κατοίκων στη Βορειοδυτική Ρουμανία με ιδιαίτερη ιστορία που αντανακλάται στην ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική και στην πληθυσμιακή της σύνθεση [3/4 Ρουμάνοι, 1/4 Ούγγροι]. Όντας στα σύνορα με την Ουγγαρία άλλαξε συχνά σημαία μέσα στους αιώνες.
Έχουμε λοιπόν δυο βασικούς πόλους στο μυθιστόρημα: μια οικογένεια με ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένη καταγωγή, που έχει εκπέσει κοινωνικά, και έναν άνθρωπο, τον Ζέριν, που τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι η μοναξιά του, το χρήμα και οι λεπτοί τρόποι που συνήθως το συνοδεύουν – δεν ξέρουμε κάτι άλλο γι’ αυτόν.
Τι είναι λοιπόν ο Ζέριν; Ένας μοναχικός, εμμονικός τύπος που πιθανότατα δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του. ό,τι έχει το κληρονόμησε από τον πατέρα του – ο τέλειος κηφήνας. Σαραντάρης, όμορφος και νάρκισσος – συχνά ελέγχει την εμφάνισή του στον καθρέφτη. Το κίνητρό του είναι η ανάγκη του να βγει από την πλήξη, την απραξία και τη μοναξιά; Είναι παράφρων; Θα σας έλεγα, αν ήξερα ποια ακριβώς είναι τα όρια της παραφροσύνης. Πάντως ο ίδιος σκέφτεται στη σελίδα 61 ότι «ίσως να του έκανε καλό τελικά να μάθαινε να δαμάζει μόνος του το θηρίο που είχε γεννηθεί στον εγκέφαλό του».
Ο γοητευτικός λοιπόν Ζέριν έχει ψύχωση με κάθε τι ρουμάνικο και όταν πληροφορείται – μέσω των γνωριμιών του στη δημαρχία της πόλης – για την έλευση μιας οικογένειας Ρουμάνων, τους παρακολουθεί και σπεύδει να τους γνωρίσει κουβαλώντας δώρα για όλους. Στην αρχή ο νεαρός πατέρας είναι διστακτικός – «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας», προειδοποιούσε ο Λαοκόων. Η νεαρή σύζυγος αρχικά αντιμετωπίζει αμήχανα την κατάσταση, αλλά τα παιδιά συμπαρασύρουν και τους γονείς με τον ενθουσιασμό τους και οι Ρουμάνοι αφήνουν το «κακό» - μεταμφιεσμένο σε «καλό» - να μπει μέσα στο σπίτι. Έτσι δεν γίνεται συνήθως, άλλωστε;
Η οικογένεια των Ρουμάνων γοητεύεται από τον Ζέριν. Η συμπάθειά τους «εξαγοράζεται» με το χρήμα και τον καταιγισμό των δώρων του. Από την αρχή μέχρι το τέλος, κανείς δεν εξαναγκάζεται σε τίποτα – όλα γίνονται με συναίνεση και (πολλή) προθυμία. Η Ιονέλα, η νεαρή μητέρα, κολακεύεται από το ερωτικό ενδιαφέρον που της δείχνει ο «όμορφος» Ζέριν με τη δύναμη και την αίγλη που του δίνει το χρήμα, με την ασφάλεια που μπορεί να της προσφέρει. Τα παιδιά ξετρελαίνονται με τα γλυκά και τα μπιχλιμπίδια. Ο σύζυγος, ο Φλάβιου, εθελοτυφλεί και δεν προβληματίζεται για τυχόν υποβολιμαία κίνητρα αφού η όλη κατάσταση εξυπηρετεί την επιβίωση της οικογένειας – ο πλούσιος νέος του «φίλος» φρόντισε να του βρει μια εξαιρετική εργασία.
Ο «έρωτας» είναι βέβαια αμφίδρομος. Ο Ζέριν ερωτεύεται όχι μόνο την Ιονέλα, αλλά ολόκληρη την οικογένεια. Η κτητικότητα και η πλεονεξία δεν θα του επιτρέψουν να αρκεστεί στον ρόλο του «θείου» ή του «οικογενειακού φίλου». Είναι ενδιαφέρον ότι κάπου αναρωτιέται αν είναι δειλός (σελ.156) που δεν απέκτησε ποτέ δική του οικογένεια και τώρα θέλει να κλέψει ενός άλλου.
Υπάρχουν αρκετά στοιχεία στο μυθιστόρημα που θα ήθελα να κατανοήσω καλύτερα, πχ τι ρόλο παίζει η μεγάλη οικοδομή που χτίζεται στην πόλη. Αυτό όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η πανταχού παρούσα ομορφιά. Ο Ζέριν είναι «όμορφος», η Ιονέλα είναι «όμορφη», όλη η οικογένεια επίσης. Ακόμη και ασήμαντοι χαρακτήρες όπως μία πωλήτρια ή η εφοριακός στην Οράντεα. «Ωραίοι» άνθρωποι παντού. Ο Ζέριν στήνει έναν «όμορφο» μικρό οικογενειακό παράδεισο, σε μια «όμορφη» μικρή πόλη. Τελικά, σε αυτό το βιβλίο που θα μπορούσε να είναι επεισόδιο εκείνης της σουρεαλιστικής ταινίας του Μπουνιουέλ – της «Κρυφής γοητείας της μπουρζουαζίας» [1972] - ο Δημήτρης Σωτάκης μάς τρομάζει δείχνοντάς μας πως η ομορφιά – όλο αυτό το όνειρο της δυτικής ευημερίας - μπορεί να κρύβει πίσω της έναν εφιάλτη.

[Το κείμενο στηρίχτηκε στη συμβολή μου στην παρουσίαση του μυθιστορήματος στο La Petite Cantine, στον Βόλο, στις 18 Απριλίου 2018.]

Διαβάστε εδώ εργοβιογραφικά στοιχεία του Δημήτρη Σωτάκη από τη βάση δεδομένων της BiblioNet.


Συνέχεια →
Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Με τον Κεβέδο, την Άνοιξη - Πάμπλο Νερούδα

0 σχόλια

Όλα ανθίσανε
σε τούτα τα λιβάδια, οι μηλιές,
διστακτικά γαλάζια, ξανθωπά χορτάρια,
κι από την πρασινάδα ξεπροβάλλουν παπαρούνες.
Ο ουρανός ο άσβεστος, ο νέος αέρας
της κάθε μέρας, η άφωνη λαμπρότητα,
μιας άνοιξης ακράτητης το δώρο.
Και μόνο στο κλειστό μου σπίτι η άνοιξη δεν ήρθε.
Αρρώστιες, φιλιά ξεψυχισμένα,
σαν εκκλησιάς κισσοί τα μαύρα
παραθύρια της ζωής μου πνίγουν
κι ο μόνος έρωτας δεν φτάνει, ούτε το άγριο,
το ακράτητο άρωμα της άνοιξης.

Και τι είναι όλα αυτά για σένα τώρα:
το φως το ξέφρενο, των αποκαλύψεων
η ανθισμένη έκρηξη, το πράσινο τραγούδι
των πράσινων φύλλων, η παρουσία
του ουρανού  με το δροσιστικό του κύπελλο;
Μη με βασανίζεις, του έξω κόσμου άνοιξη,
ρίχνοντας στα χέρια μου κρασί και χιόνι,
πέταλα και ματσάκια από τη θλίψη διαλυμένα,
απόψε τον ύπνο των φύλλων χάρισέ μου
των νυχτερινών, τη νύχτα που συναντιούνται
οι νεκροί, τα μέταλλα, τις ρίζες,
μια άνοιξη σβησμένη και άλλη μια, τόσες πολλές
να ζωντανεύουν κάθε που έρχεται η άνοιξη.

[Μετάφραση από τα Ισπανικά: Παναγιώτης Α. Αλεξανδρίδης]

Σημ. Ο Φρανθίσκο ντε Κεβέδο [1580-1645] ήταν Ισπανός ποιητής. Το έργο του θεωρείται ότι άσκησε σημαντική επίδραση στον Νερούδα, κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στα τραγικά και μελαγχολικά του ποιήματα. Το συγκεκριμένο ποίημα υπάρχει στην ποιητική συλλογή του Νερούδα "Ο κήπος του χειμώνα" που κυκλοφόρησε το 1974, λίγους μήνες μετά τον θάνατό του.

Το ποίημα γράφτηκε από τον Νερούδα όταν πια ήταν άρρωστος - διαγνώστηκε με καρκίνο του προστάτη. Μετά το πραξικόπημα κατά του Αλιέντε [11/9/1973], στη διάρκεια έρευνας που έγινε στο σπίτι του, ο ποιητής λένε ότι είπε στους ενόπλους του καθεστώτος: "Ψάξτε - ένα πράγμα μοναχά θα βρείτε εδώ επικίνδυνο για σας: ποίηση". Ο θάνατός του [23/9/1973] επίσημα οφειλόταν σε ανακοπή καρδιάς, αλλά υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ότι δολοφονήθηκε από τους πραξικοπηματίες.

[Διαβάστε εδώ άλλα ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα, μεταφρασμένα στο ιστολόγιό μας, κι εδώ το ποίημα στο πρωτότυπο.]




Συνέχεια →
Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Ερωτηματολόγιο Μαξ Φρις

0 σχόλια
Είναι γνωστό το ερωτηματολόγιο του Προυστ. [Στην ουσία, είναι μάλλον δύο ερωτηματολόγια στα οποία απάντησε ο Γάλλος συγγραφέας στην εφηβική του ηλικία]. Αυτό που δεν είναι γνωστό τουλάχιστον στην Ελλάδα - το Google δεν βγάζει αποτελέσματα στο ερώτημα διατυπωμένο στα ελληνικά - είναι πως ένα αντίστοιχο ερωτηματολόγιο συνέταξε το 1967 ο Γερμανοελβετός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Μαξ Φρις [1911-1991]. Οι 25 ερωτήσεις του, πέρα από το ενδιαφέρον τους για ψυχαγωγικούς και αυτογνωσιακούς λόγους, προκαλούν τη σκέψη και φωτίζουν το (υπαρξιακό) πνεύμα του έργου του.

- Σας ενδιαφέρει πραγματικά η διατήρηση του ανθρώπινου γένους από τη στιγμή που εσείς κι όλοι όσοι γνωρίζετε δεν θα ζουν πια;
- Πείτε εν συντομία γιατί.
- Πόσα από τα παιδιά σας δεν χρωστούν την ύπαρξή τους σε συνειδητή πρόθεση;
- Ποιον/ποια θα προτιμούσατε να μην είχατε γνωρίσει ποτέ;
- Έχετε ποτέ συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να φταίξατε σε σχέση με κάποιο πρόσωπο στη ζωή σας (χωρίς απαραίτητα αυτό το άλλο άτομο να το γνωρίζει); Αν ναι, σας κάνει κάτι τέτοιο να μισείτε τον εαυτό σας – ή εκείνο το άλλο πρόσωπο;
- Θα θέλατε να είχατε τέλεια μνήμη;
- Δώστε το όνομα ενός πολιτικού του οποίου ο θάνατος από αρρώστια, δυστύχημα, κλπ θα σας γέμιζε ελπίδα. Ή μήπως δεν θεωρείτε κανέναν τους απαραίτητο.
- Ποιο πρόσωπο ή πρόσωπα, που έχουν πεθάνει, θα θέλατε να ξαναδείτε;
- Ποια όχι;
- Θα προτιμούσατε να ανήκατε σε ένα διαφορετικό έθνος (ή πολιτισμό); Αν ναι, σε ποιο;
- Μέχρι ποια ηλικία θα θέλατε να ζήσετε;
- Αν είχατε την εξουσία να εφαρμόσετε πράγματα που θεωρείτε σωστά, θα το κάνατε ακόμα κι αν κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο στη θέληση της πλειοψηφίας; (Ναι ή όχι)
- Γιατί όχι, αφού τα θεωρείτε σωστά;
- Τι βρίσκετε πιο εύκολο να μισείτε, μια ομάδα ατόμων ή ένα άτομο; Και προτιμάτε να μισείτε ως άτομο ή ως μέρος ενός συνόλου;
- Πότε σταματήσατε να πιστεύετε ότι μπορείτε να γίνετε σοφότερος/-η  – ή το πιστεύετε ακόμη; Πόσων χρονών είστε;
- Σας πείθει η αυτοκριτική σας;
- Κατά τη γνώμη σας, τι αντιπαθούν οι άλλοι σε σας και τι αντιπαθείτε εσείς στον εαυτό σας; Αν δεν είναι το ίδιο πράγμα, ποιο θα παραβλέπατε πιο εύκολα;
- Σας ενοχλεί – αν το σκέφτεστε – η σκέψη πως θα μπορούσατε να μην είχατε γεννηθεί ποτέ;
- Όταν σκέφτεστε κάποιον/-α που έχει πεθάνει, θα θέλατε να σας μιλήσει αυτός/-ή ή να του/της πείτε κάτι εσείς;
- Αγαπάτε κανέναν/καμία;
- Πώς το ξέρετε;
- Αν υποθέσουμε πως δεν έχετε σκοτώσει ποτέ άλλον άνθρωπο, πώς το εξηγείτε;
- Τι χρειάζεστε για να είστε ευτυχισμένος/-η;
- Για τι πράγμα είστε ευγνώμων;
- Τι θα προτιμούσατε: να πεθάνετε ή να συνεχίσετε να ζείτε ως κάποιο υγιές ζώο; Ποιο ζώο;

[Μετάφραση από τα αγγλικά: Παναγιώτης Α. Αλεξανδρίδης]
[Διαβάστε εδώ άλλο άρθρο στο ιστολόγιό μας σχετικό με τον Μαξ Φρις.]



Συνέχεια →

Ετικέτες