Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Συνέντευξη Χαβιέρ Θέρκας με αφορμή το μυθιστόρημα "Οι νόμοι των συνόρων"

0 σχόλια
Συνέντευξη του Χαβιέρ Θέρκας στο el diario www.eldiario.es  στις 3/4/2013 στον Sergio Collado – Girona.

Πέρα από τη συγκεκριμένη ιστορία, τι προσθέτουν «Οι νόμοι των συνόρων» στη βιβλιογραφία σας;
Όλα τα βιβλία που γράφω μου φαίνονται ότι είναι διαφορετικά και όλα με κάποιον τρόπο μοιάζουν γιατί τα έχω γράψει εγώ. Τα βιβλία δεν απαντούν στα ερωτήματα που τίθενται αν δεν δομηθούν με τον πιο σύνθετο πιθανό τρόπο. Και καθώς το ερώτημα που τίθεται είναι διαφορετικό σε κάθε βιβλίο, ο τρόπος που δομούνται είναι διαφορετικός. Είναι πολύ συνηθισμένο εμείς οι συγγραφείς να κάνουμε κόλπα: αν ένα βιβλίο σού άρεσε, το επόμενο είναι λίγο-πολύ το προηγούμενο μεταμφιεσμένο… εγώ προσπαθώ πάντα να το αποφεύγω αυτό.
Μοιάζει παραδοξότητα ή μια πάλη του συγγραφέα με τον εαυτό του…
Αυτό το βιβλίο δεν θα πρέπει να μοιάζει σε τίποτα με τα προηγούμενά μου και ταυτόχρονα να μοιάζει πολύ γιατί οι εμμονές μου, ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα, είναι αυτό που είναι. Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινείται ο συγγραφέας που προσπαθεί, όπως εγώ, να συλλάβει την αλήθεια, δημιουργώντας παραλλαγές πάνω σε μια σειρά θεμάτων.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως το μυθιστόρημα αυτό είναι ένας συνδυασμός λογοτεχνικών ειδών;
Το μυθιστόρημα κατά βάση είναι μια εκτεταμένη και σύνθετη ιστορία έρωτα ανάμεσα σε τρία άτομα, γεμάτη αμφισημίες και σκοτεινά σημεία.
Πιθανόν να έχει στοιχεία νουάρ… Γράφω αντι-αστυνομικά παρά αστυνομικά μυθιστορήματα: ποτέ δεν μαθαίνεις στο τέλος ποιος σκότωσε ποιον. Αυτό είναι το κέντρο του βιβλίου. Ένα φίλος μου ποιητής, ο Κάρλος Μαρθάλ, λέει πως γράφω υπαρξιακά θρίλερ, θρίλερ στα οποία το να ανακαλύψεις ποιος έκανε τι θέτει ηθικά και πολιτικά ζητήματα, δεν είναι σαν απλώς να λύνεις ένα σταυρόλεξο.
Έγραψες από μνήμης το πρώτο μέρος του βιβλίου που διαδραματίζεται το καλοκαίρι του ’78;
Όχι, πάντα κάνω έρευνα πριν γράψω. Είναι, όπως λέει ο Βάργκας Γιόσα, σαν να «ψεύδεσαι με την αλήθεια», κάτι για το οποίο χρειάζεται έρευνα. Βέβαια, άντλησα επίσης από τη μνήμη μου, αλλά υπάρχουν λεπτομέρειες που χρειάστηκα να τις ψάξω σε αρχεία ή να τις συζητήσω με πρόσωπα που τις γνώριζαν.
Όμως από την άλλη δεν σου αρέσει η ετικέτα του «ιστορικού μυθιστορήματος»…
Απεχθάνομαι την ετικέτα του «ιστορικού μυθιστορήματος». Μου φαίνεται οξύμωρο, μια αντίφαση: ή είναι μυθιστόρημα ή είναι Ιστορία, αλλά και τα δυο μαζί όχι… Δεν γράφω ιστορικά μυθιστορήματα, γράφω μυθιστορήματα με ιστορική αίσθηση, όπου η Ιστορία παίζει έναν ρόλο. Ανακάλυψα ότι το παρελθόν είναι μια διάσταση του παρόντος, πως το παρόν από μόνο του δεν βγάζει νόημα. Το παρελθόν βρίσκεται εδώ, μέσα στο παρόν.
Ένα από τα μοντέλα των εφήβων της εποχής εκείνης ήταν οι νεαροί κίνκι. Θα μπορούσε επίσης να είναι ένα κείμενο που αναφέρεται σε μια γενιά;
Αυτά τα παιδιά, οι νεαροί με παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι ένα φαινόμενο αποκλειστικά  ισπανικό ή καταλανικό της εποχής εκείνης, είναι μια παραλλαγή, μια ενσάρκωση ενός παγκόσμιου μύθου, όπως εμφανίζεται εκείνη τη στιγμή: ο μύθος του έφηβου ληστή, του έφηβου παραβάτη – ο μύθος του Μπίλι δε Κιντ, για παράδειγμα. Αυτά τα παιδιά που μυθοποιήθηκαν – που μετατράπηκαν σε έναν θρύλο για το σινεμά, τη λογοτεχνία, τα μέσα επικοινωνίας, τη μουσική – δεν ήταν ξένα προς τη δική μου εμπειρία, ήταν μέρος του φυσικού μου χώρου και οι άνθρωποι της γενιάς μου συμβίωναν μαζί τους.
Δεν μου ήταν δύσκολο να μπω στο πετσί τους.
Ο έφηβος είναι μια πολύ δυνατή λογοτεχνική φιγούρα.
Είναι η πρώτη φορά που γράφω σχετικά με εφήβους. Ίσως επειδή έχω έναν γιο στην εφηβεία… Ένα πρόσωπο του μυθιστορήματος λέει πως «να αγαπάς τα παιδιά είναι εύκολο, το δύσκολο είναι να μπεις στο πετσί τους». Ίσως αυτό το βιβλίο είναι μια προσπάθεια να μπω στο πετσί του γιου μου, να ξαναγίνω ο έφηβος που κάποτε ήμουν.
Δυο ηλικίες, δυο κρίσεις. Της εφηβείας και των σαράντα.
Το πρώτο μέρος είναι ένα είδος μυθιστορήματος μαθητείας, το γερμανικό bildungsroman. Μία αφήγηση όπου ένας μυθιστορηματικός ήρωας ανακαλύπτει την ουσία της ζωής – τη βία, το σεξ, τον έρωτα – και γίνεται άνδρας. Στο δεύτερο μέρος ανακαλύπτουμε πως η ωριμότητα είναι μια παγίδα, μια ψευδαίσθηση, και ότι κατά βάθος πάντα κουβαλάμε μέσα μας μια απόλυτη ανωριμότητα, έναν έφηβο. Στον πρωταγωνιστή συμβαίνει αυτό που συμβαίνει σε πολύ κόσμο στα 40 του, σκέφτεται πως αυτή δεν είναι η ζωή που θα ήθελε, πως πήρε λάθος δρόμο και πιστεύει πως ανακτώντας το παρελθόν θα βρει τη ζωή που έψαχνε. Κι αυτό είναι ψευδαίσθηση. Η ψευδαίσθηση πως όλοι πρέπει να αλλάξουμε ζωή.
Ήρθες στη Χερόνα από το Ιμπαχερνάνδο[Κάθερες, Εστρεμαδούρα] όταν ήσουν 4 χρονών. Μοιράζεσαι λοιπόν την εμπειρία του εσωτερικού μετανάστη με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος;
Όταν είσαι μετανάστης, είσαι για πάντα.  Δεν είναι το αν ενσωματώθηκα στην πόλη ή στη χώρα, είμαι εντελώς Χερονιανός, αλλά ο τρόπος που είμαι Χερονιανός είναι του ανθρώπου που μετανάστευσε σε άλλο μέρος. Θα είμαι πάντα ένας τσαρνέγο [εσωτερικός μετανάστης], δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξω σελίδα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με τον τόπο καταγωγής τους, αλλά εγώ δεν ανήκω σ’ αυτούς. Κατάγομαι από μια οικογένεια με βαθιές ρίζες στην Εστρεμαδούρα, έχω σπίτι εκεί και συγγενείς.  Οι ήρωες του βιβλίου είναι «εκτοπισμένοι», ναι, αλλά αυτοί οι «εκτοπισμένοι» έφτιαξαν αυτή την πόλη κι αυτή τη χώρα. Είμαι ένας ξεριζωμένος και σίγουρα γι’ αυτό έχω γίνει συγγραφέας.
Μήπως η φόρμουλα και το κίνητρο για να γράψεις είναι αυτό το «τι θα είχε συμβεί αν»;
Έτσι αρχίζουν πάντα τα μυθιστορήματα. Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, όπως θα έλεγε ο Μίλαν Κούντερα, είναι ένα υποθετικό εγώ, μια πιθανότητα στην οποία εγώ ο ίδιος δεν υλοποιήθηκα. Ο Θερβάντες ξύπνησε μια μέρα και είπε «κι αν αντί να ήμουν εγώ, ένας άνθρωπος που έκανε φυλακή και πολέμησε στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, είχα περάσει όλη μου τη ζωή στο χωριουδάκι της Λα Μάντσα διαβάζοντας βιβλία για την ιπποσύνη;». Κι έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα. Αυτό δεν πάει να πει πως ο Δον Κιχότης είναι ο Θερβάντες: Ο Θερβάντες είναι ο Δον Κιχότης, ο Σάντσο Πάντσα και όλα τα πρόσωπα του βιβλίου. Το ίδιο κι εγώ είμαι όλα τα πρόσωπα του «Οι νόμοι των συνόρων».
Στο βιβλίο περιγράφεις δύο Χερόνες, την παλιά και τη σημερινή, τη μετασχηματισμένη.
Υπάρχει μια Χερόνα σκοτεινή, γκρίζα, μια πόλη τριτοκοσμική, υπαλληλική και βρώμικη, η πόλη της δεκαετίας του ’60 που παρουσιάζεται στην αρχή του βιβλίου, αλλά στο 1978. Η Χερόνα του σήμερα είναι πολύ διαφορετική και ένα πρόσωπο στο βιβλίο μιλάει για «μια πόλη γελοιωδώς αυτάρεσκη», εγώ δεν συμφωνώ απαραίτητα. Μπορώ να νιώσω νοσταλγία για εκείνη την παλιά πόλη γιατί η σημερινή είναι ασύγκριτα καλύτερη.
Μιλώντας για έφηβους ήρωες στους «Νόμους των συνόρων»… μπορούμε να σκεφτούμε και ένα νέο αναγνωστικό κοινό;
Δεν με προβληματίζει αν θα προσελκύσω αναγνωστικό κοινό, αλλά πώς θα γράψω ένα όσο το δυνατό καλύτερο βιβλίο. Το κοινό; Δεν ξέρω ποιος είναι το κοινό; Υπάρχουν αναγνώστες και ο κάθε αναγνώστης είναι διαφορετικός. Ποτέ δεν σκέφτηκα να γράψω για έφηβους, για ενήλικες, για γυναίκες. Πού στο διάολο ξέρεις τι τους αρέσει;! Μου φαίνεται πως είναι ο δρόμος για την απόλυτη καταστροφή. Δεν έχω ιδέα πώς γίνεται αυτό. Γράφω το βιβλίο που αρέσει σε μένα με την ελπίδα ότι θα αρέσει στους άλλους, όμως δεν προβληματίζομαι γι’ αυτό. Προφανώς ένας συγγραφέας γράφει για τον εαυτό του, Γράφεις για τον αναγνώστη που εσύ είσαι.
                   
Μπορείτε εδώ να διαβάσετε τη συνέντευξη στα Ισπανικά: 


[Μετάφραση από τα Ισπανικά: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
Συνέχεια →

Συνέντευξη του Χαβιέρ Θέρκας με αφορμή τους "Στρατιώτες της Σαλαμίνας"

0 σχόλια
Ηλεκτρονική συνέντευξη του Χαβιέ Θέρκας (11 Σεπτεμβρίου 2001) στην Ισπανική εφημερίδα El Mundo (elmundo.es)

Έχετε συνειδητοποιήσει ότι βρήκατε μία καινούργια μορφή μυθιστορηματικής αφήγησης;
Καλημέρα, συνάδελφε. Δεν πιστεύω ότι είναι μια νέα μορφή μυθιστορηματικής αφήγησης . εν πάση περιπτώσει, ίσως πρόκειται για ανανέωση παλαιών μορφών. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει τίποτα που να είναι απόλυτα καινούργιο, μεταξύ άλλων και επειδή, όπως λέει ο Ντ’ Ορς, ό,τι δεν είναι παράδοση είναι λογοκλοπία. Επιπλέον, αυτό που πράγματι προσπάθησα είναι να πω κάτι ξεχωριστό, στηριζόμενος στην παράδοση. Η Κάθοδος των Μυρίων του Ξενοφώντα -για παράδειγμα- δεν θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί μια τέτοια αφήγηση;

Έχει κάποια σχέση με το λογοτεχνικό σας έργο το γεγονός ότι γεννηθήκατε στην Εστρεμαδούρα;
Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι, αν και δεν έζησα πολύ καιρό εκεί πέρα, η Εστρεμαδούρα παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου.

Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στον πολεμιστή (θεωρώ ότι αυτό είναι ο Μιράγιες) και στον στρατιώτη;
Δεν ξέρω . δεν το έχω σκεφτεί. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι ο Μιράγιες είναι και στρατιώτης και πολεμιστής (αν και δεν θα ήθελα να είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο) .  από την άλλη, ένας στρατιώτης (και υπήρξα τέτοιος, icarajo) δεν είναι πάντα και πολεμιστής.

Δεν σας ενοχλεί η θετική κριτική υποδοχή αυτού του βιβλίου στην προετοιμασία του επόμενου; Την περιμένατε;
Με κανένα τρόπο δεν περίμενα την επιτυχία του βιβλίου, όπως μπορείτε να φανταστείτε. Όσον αφορά την κριτική επιτυχία, σίγουρα μου φαίνεται φανταστική (και, μεταξύ μας, με ενοχλεί και λίγο), όμως δεν πιστεύω ότι η κριτική θα είναι πιο απαιτητική μαζί μου απ’ όσο είμαι εγώ με τον εαυτό μου, έτσι λοιπόν δεν έγινε τίποτα. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και να συνεχίσω να δουλεύω. Επίσης πρέπει να πω ότι δεν μου έχει γίνει κατά κανένα τρόπο έμμονη ιδέα το να εκδίδω: προσπαθώ να γράφω καλά βιβλία, κι αυτό είναι το μόνο που με απασχολεί.

Πώς αισθανθήκατε όταν διαβάσατε το άρθρο του Βάργκας Γιόσα που επαινούσε το μυθιστόρημα σας;
Τι να σου πω! Με ευχαρίστησε και με άγχωσε εξίσου (ή μάλλον περισσότερο με άγχωσε). Όμως σε τελική ανάλυση δεν γίνεται να ζητήσει κανείς τίποτα περισσότερο. Εγώ δεν ζητάω τίποτα περισσότερο.

«Στρατιώτες της Σαλαμίνας»: είναι η αλήθεια της Ιστορίας ή η ιστορία της Αλήθειας;  
Το μυθιστόρημά μου δεν αποβλέπει στην αλήθεια των γεγονότων, παρά μόνο σε μια λογοτεχνική αλήθεια, είναι ηθικός λόγος, είναι παγκόσμιος λόγος, που είναι η αλήθεια στην οποία πάντα αποβλέπει η λογοτεχνία. Παρ’ όλα αυτά, όσο μου ήταν δυνατό προσπάθησα να μείνω πιστός στα γεγονότα, και τα άλλαζα όταν μένοντας πιστός σ’ αυτά κατέληγα να προδίδω την αλήθεια που επιδίωκα. Τελικά, το θέμα παραείναι περίπλοκο για να ισχυριστώ ότι το εξάντλησα, αλλά κάπου εδώ έγκειται το όλο ζήτημα. 


Από ποιες λογοτεχνικές πηγές έχεις αντλήσει περισσότερο;
Συνηθισμένη ερώτηση, συνάδελφε! Τελοσπάντων, αυτό θα σου πω: αν θα έπρεπε να αναφέρω δυο συγγραφείς του 20ου αιώνα, θα ανέφερα τον Κάφκα και τον Μπόρχες. Αυτόν τον καιρό διαβάζω Κόρμακ ΜακΚάρθι, που μου αρέσει πάρα πολύ. Πιστεύω πως έχω μάθει πολλά από άλλους συγγραφείς, για παράδειγμα από τον Μπιόι Κασάρες. Δεν ξέρω αν απαντώ στην ερώτηση .  φοβάμαι πως όχι.

Ποιους συγγραφείς αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς;
Σε παραπέμπω στην προηγούμενη απάντηση.

Διάβασα το βιβλίο σας Ο Ένοικος. Από πότε αγαπάτε το γράψιμο; Τι σχέδια έχετε για τη ζωή σου;
Άρχισα να ασχολούμαι στα σοβαρά με το γράψιμο στα είκοσί μου. Τα σχέδιά μου δεν έχουν αλλάξει καθόλου εδώ και καιρό (ή μάλλον αλλάζουν καθημερινά) . επαναλαμβάνω αυτό που είπα πριν: προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και να συνεχίσω να δουλεύω.

Ποια η γνώμη σας για τα λογοτεχνικά βραβεία;
Εξαρτάται από το βραβείο. Γενικά, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ποτέ δεν έχω πάει σε κανένα . δεν το λέω με υπεροψία . το λέω γιατί είναι αλήθεια. Και δεν έχω τίποτα ενάντια σε όσους πηγαίνουν, ούτε ενάντια σε όσους τα διοργανώνουν.

Τι σκέφτεται για την ποίηση ένας μυθιστοριογράφος όπως εσείς;
Μου αρέσει. Διαβάζω ποίηση. Μου φαίνεται ότι είναι ένα λογοτεχνικό είδος εξαιρετικά δύσκολο, επειδή είναι πολύ εύκολο να γραφτεί (δηλαδή, να φτιάξει κανείς στίχους), όμως το να γραφτεί καλή ποίηση είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο.

Γιατί συνεχίζει – κατά τη γνώμη σας – να είναι τόσο επίκαιρο το θέμα του Εμφυλίου Πολέμου στη λογοτεχνία;
Για μένα, σ’ αυτό το τελευταίο μυθιστόρημα, δεν ήτανε ένα απλό θέμα, αλλά μια έμμονη ιδέα. Πάντα με ενδιέφερε. Από την άλλη, έχε υπόψη σου ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν η μεγάλη ισπανική περιπέτεια του 20ου αιώνα, μια περιπέτεια στην οποία υπάρχουν τα πάντα, από την πλέον υψηλόφρονα πράξη ως τη χειρότερη αθλιότητα. Ίσως γι’ αυτό συνεχίζει να μας στοιχειώνει. Κι επίσης γιατί είναι μια σημαντική καμπή στον αιώνα που πέρασε, το γεγονός που κατά μία έννοια τον καθόρισε.

Πώς βρεθήκατε να διδάσκετε στο Πανεπιστήμιο της Χερόνα;
Βγάζω το ψωμί μου. Έζησα τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια στη Χερόνα, γιατί οι γονείς μου είχαν μεταναστεύσει εκεί. Τώρα (εδώ και δυο χρόνια) ζω κι εγώ εκεί. Για να πω την αλήθεια, μου αρέσει να διδάσκω στο πανεπιστήμιο.

Για πότε υπολογίζετε το καινούργιο σας βιβλίο; Μπορείτε να μας δώσετε μια ιδέα για τη θεματική του;
Δεν ξέρω πότε θα βγει το καινούργιο μου βιβλίο, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν βιάζομαι. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να είναι καλό, κι όχι αν θα βγει γρήγορα.
 Πριν να βγει αυτό το τελευταίο μυθιστόρημα δούλευα διάφορα πράγματα. Τώρα θα δούμε τι θα βγει, αν βγει κάτι. Κι αν δεν βγει τίποτα που να με ικανοποιεί, πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων και ας πάει στο καλό. Ο Βαλερί λέει πως ένας αληθινός συγγραφέας αναγνωρίζεται πρώτα απ’ όλα από αυτά που πετάει στον κάλαθο των αχρήστων μάλλον παρά από αυτά που δημοσιεύει.

Ως δημοσιογράφος ασχολείστε με τα πολιτιστικά. Ποιος ή ποιοι ισπανοί συγγραφείς σάς φαίνονται υποεκτιμημένοι και ποιοι υπερεκτιμημένοι;
Υπάρχουν λιγότερο γνωστοί συγγραφείς που μου αρέσουν πολύ: μπορώ να αναφέρω τον AG Porta, που μόλις δημοσίευσε ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα: El peso de aire (Το βάρος του αέρα). Μου αρέσουν κι άλλοι ισπανοί συγγραφείς, αλλά αν άρχιζα να δίνω ονόματα θα ήταν πολύ μακρύς ο κατάλογος, κι επιπλέον σίγουρα κάποιον θα ξεχνούσα. Όσον αφορά τους υπερεκτιμημένους, δεν μου φαίνεται ότι είναι σωστό να τους υποδείξω εγώ, αν υπάρχουν τέτοιοι: έχετε υπόψη ότι ως δημοσιογράφος δεν είμαι ειδικός στα πολιτιστικά, παρ’ όλο που γράφω (ή έγραφα) στις πολιτιστικές σελίδες. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.

Θεωρείτε ότι είναι πιθανό να γυριστεί ταινία κάποιο μυθιστόρημά σας; Από τον Garci ίσως;
Όπως έχει ήδη γραφτεί στις εφημερίδες, μπορώ να πω ότι, αν δεν συμβεί τίποτα άλλο (και δεν νομίζω να συμβεί), ο Νταβίντ Τρουέμπα θα γυρίσει ταινία τους Στρατιώτες της Σαλαμίνας.

Συστήστε μου ένα βιβλίο, εκτός από το δικό σας βέβαια.
Το Ματοβαμμένος Μεσημβρινός, του Κόρμακ ΜακΚάρθι.

Είναι αναγκαία η κατάλληλη προώθηση για την επιτυχία ενός μυθιστορήματος; Περισσότερο από την ίδια του την ποιότητα;
Δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχία ενός μυθιστορήματος μετριέται από την ποιότητά του όπως και, αν θέλετε, από τα συναισθήματα που είναι ικανό να προκαλέσει στους αναγνώστες. Έχω την ελπίδα πως ένα καλό μυθιστόρημα είναι από μόνο του ικανό να ανοίξει τον δρόμο του προς το αναγνωστικό κοινό. Κι αυτό για έναν μόνο λόγο: επειδή, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν ορισμένοι ανόητοι, ο αναγνώστης δεν είναι ηλίθιος.

Τι πρέπει να κάνει κανείς για να εκδώσει ένα βιβλίο;
Να γράψει ένα βιβλίο (ει δυνατόν καλό) και να το στείλει σε έναν εκδότη.

Ο Μιράγιες τελικά είναι ο ηττημένος και ο Σάντσεθ Μάθας ο νικητής. Αυτό οφείλεται στο ότι η Αριστερά είναι καταδικασμένη να χάνει ακόμη κι όταν κερδίζει;
Εξαιρετικά πολύπλοκη ερώτηση, μα την αλήθεια. Περίεργο αλλά ίσως ο Μιράγιες είναι ο αυθεντικός νικητής και ο Σάντσεθ Μάθας ο ηττημένος. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία», λέει ένας στίχος του Μπόρχες. «Ότι αυτοί θα αντικρίσουν τον Κύριο». Ίσως αυτός που αντικρίζει τον Θεό – μεταφορικά, βέβαια – κερδίζει τελικά στ’ αλήθεια. Δεν ξέρω. Όσον αφορά την Αριστερά, εντάξει, ας το αφήσουμε για κάποια άλλη στιγμή.

Ξέρετε αν ο Σάντσεθ Φερλόσιο έχει διαβάσει το βιβλίο; Τι γνώμη έχει η οικογένεια του Σάντσεθ Μάθας;
Δεν ξέρω αν το έχει διαβάσει. Υποψιάζομαι πως όχι. Ούτε γνωρίζω τι γνώμη έχει για το βιβλίο η οικογένεια του Σάντσεθ Μάθας. Δεν έχω μιλήσει μαζί τους.


Πόσο σας πήρε να γράψετε το μυθιστόρημα;
Είναι δύσκολο να πω: αυτό που λέμε γράψιμο, όχι πάρα πολύ: 14 με 15 μήνες. Αλλά η τεκμηρίωση, το ψάξιμο, κλπ πήραν πολύ περισσότερο. Και πέρασα πολλά χρόνια σκεφτόμενος διάφορα από τα πράγματα που εμφανίζονται στο βιβλίο.

Έχετε μιλήσει με τον Βάργκας Γιόσα για το μυθιστόρημά σας;
Είχα μια σύντομη τηλεφωνική συνομιλία μαζί του. Κι απόψε θα του μιλήσω με περισσότερη ηρεμία.

Ευχαριστώ πολύ για τις ερωτήσεις. Στο επανιδείν.

[Μετάφραση από τα Ισπανικά: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]


Συνέχεια →

Ετικέτες