Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Η Χίλαρι Μαντέλ κερδίζει το Μπούκερ 2012

0 σχόλια
Στη Χίλαρι Μαντέλ απονεμήθηκε χθες το βραβείο Μαν Μπούκερ 2012 για το μυθιστόρημά της Bring Up the Bodies. Η ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέας είχε κερδίσει το ίδιο βραβείο και το 2009 με το ιστορικό μυθιστόρημα Γουλφ Χολ (εκδόσεις Πάπυρος) που διαδραματίζεται στην Αγγλία της εποχής των Τιδόρ, στις αρχές του 16ου αιώνα. Το Bring Up the Bodies είναι η συνέχεια σε μια (προαναγγελθείσα) τριλογία και αναφέρεται στην κυριαρχία του Τόμας Κρόμγουελ στην πολιτική σκηνή της Αγγλίας την εποχή του Ερρίκου του 8ου.

Η Μαντέλ έγραψε ιστορία καθώς είναι η πρώτη γυναίκα και η πρώτη από Βρετανία (άνδρας ή γυναίκα) που κερδίζει δύο φορές το σημαντικό αυτό βραβείο του αγγλόφωνου κόσμου (υποψήφιοι μπορεί να είναι συγγραφείς από τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας), κάτι που είχαν πετύχει στο παρελθόν ο Αυστραλός Πίτερ Κάρεϊ και ο Νοτιοαφρικανός Τζ. Μ. Κούτσι. Επίσης, είναι η πρώτη φορά που βραβεύεται δεύτερο μέρος τριλογίας.

Συνέχεια →
Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Τα 5 καλύτερα βιβλία που διάβασε τελευταία (2011) Του Θωμά Κοροβίνη

0 σχόλια
1 Μιχάλης Γεννάρης: «Πρίγκιπες και δολοφόνοι», εκδόσεις Ίνδικτος, 2010
Μια γυναίκα που η ζωή της ταξιδεύει σε όλη την γκάμα απ' την άκρα αγιότητα μέχρι τις εσχατιές του ηθικού βούρκου προπονεί τρία μυθώδους καλλονής αγόρια σε ασκήσεις ισορροπίας και επιβίωσης στις πιο ελώδεις περιοχές του κοινωνικού χάρτη. Μεσω μιας γλώσσας δίκοπης, πάλλουσας, ασελγούς και ακομπλεξάριστης, ο συγγραφέας βάζει τον αναγνώστη του να κάνει μακροβούτια στο κενό της ψυχής των ηρώων που προκαλούν απ' την αρχή ως το τέλος πρωτογενή συγκίνηση. Ύφος, λέξεις και ιστορίες, όλα πρωτότυπα και θελξικάρδια.
2 Γιάννης Μακριδάκης: «Λαγού Μαλλί», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2010
Ύμνος της απολησμονημένης ταπεινότητας. Με αφορμή μια πολύσημη αντευχή των ψαράδων της Χίου στήνεται το παραληρηματικό ψυχογράφημα μιας χούφτας ανθρώπων της θάλασσας γύρω απ' το ξόδι ενός καπετάνιου που έζησε σαν μονόλυκος. Το δράμα που συνεπάγονται η αποξένωση, το επισφαλές μερονυχτοκάματο, η απόλυτη σύγκρουση των αυθεντικών παραδοσιακών μορφών ζωής με τις άτεγκτες επιταγές των σύγχρονων πολιτικών παιχνιδιών βιώνεται όχι με εξωτερικές αντιδράσεις αλλά με βαθιά εσωτερικευμένη, αγέρωχη συγκίνηση.
3 Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Ο παλαιστής και ο δερβίσης», εκδόσεις Πατάκη, 2010
Η απελευθερωτική και επαναστατική δύναμη του ερωτισμού εκπροσωπείται από τη διαφυλόφιλη εκμαυλιστική φιγούρα ενός πεχλιβάνη, σούπερμαν ανοτολίτικων προδιαγραφών με συμπληρωματικό πόλο έναν ιδεατό αναχωρητή δερβίση. Μια σύγχρονη ενδιαφέρουσα παραστατική μυθιστορηματική προσέγγιση της προαιώνιας μάχης ανάμεσα στην αχαλίνωτη ερωτική κραιπάλη και την αγωνία για πνευματική τελείωση με στοιχεία ελκυστικού κινηματογραφικού σασπένς.
4 Τάσος Καλούτσας: «Η ωραιότερη μέρα της», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2010
Πιστός θιασώτης της καθημερινής λεπτομέρειας και του βίου των συνήθων ανθρώπων, που, αν και αντιστοιχούν στον μέσο όρο, περνούν συχνά απαρατήρητοι, ο συγγραφέας κατορθώνει με δέκα διηγήματα έντονου ρεαλιστικού ύφους να δημιουργήσει μια σειρά από αυτοτελή παραμύθια του καιρού μας, ενώ η καίρια ευαισθησία, ο υποδόριος διδακτισμός και η αστραφτερή μέσα στην απλότητά της γλώσσα τούς προσδίδουν την κλασικότητα των αφηγημάτων των «δασκάλων» του είδους.
5 Ιωάννα Καρυστιάνη: «Τα Σακιά», εκδόσεις Καστανιώτης, 2010
Τα Σακιά αντιστοιχούν στο προσωπικό χαμαλίκι στο οποίο όλοι μοιραία ως αχθοφόροι της ύπαρξης επιδίδονται. Βαρύ και σκοτεινό ψυχολογικό τοπίο που το διατρέχεις με συγκινητική αγωνία. Γλώσσα που ανταποκρίνεται με πληθωρική ευρηματικότητα στην ανάγκη να περιγραφούν οι απόκρημνες πλευρές της ζωής μας. Η παραβατικότητα, το έγκλημα, η βία και η ενοχή ως καταστάσεις και ως ιδιότητες αποδίδονται με χρωματική ακρίβεια καθώς φωτίζονται με τον προβολέα της υποδειγματικής μαιευτικής μαστοριάς της συγγραφέως. Βιβλίο για γερά νεύρα.

------------------------------
Συνέχεια →

Τέσσερις Πεζογράφοι Του Κωστή Παπαγιώργη

0 σχόλια

Τέσσερις Πεζογράφοι Του Κωστή Παπαγιώργη
Η ανανέωση της αίσθησης της αφήγησης προσφέρει έναν διαφορετικό αέρα στην νεοελληνική πεζογραφία.
ΟΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΕΣ φουσκονεριές -όλοι το ξέρουμε- έχουν φέρει τα πράγματα στο μη περαιτέρω καθώς, οσάκις μας δείχνουν ένα πεζογράφημα (μυθιστορηματικής υφής...), η απάντηση είναι αναμενόμενη: έχω μπουχτίσει, δεν θα πάρω! Ορισμένα αξιώματα της πεζογραφικής τέχνης καλό θα ήταν να τα είχαν εγκολπωθεί οι φιλόδοξες πένες που έχοντας -κατά κανόνα- συνταυτίσει την πεζογραφία με την πεζολογία, τελικά μετρούν το βιβλίο με τον πήχυ και το βάρος του με τον αριθμό των σελίδων. Βέβαια, εφόσον δεν υπάρχει αμαρτία χωρίς κάποια δικαιολογία, οι πεζογράφοι προτίμησαν τον πεζό λόγο, αψηφώντας την πολυχαϊδεμένη ποίηση, η οποία εμπνέει μεγάλη εκτίμηση στη νεοελληνική κοινή γνώμη, παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα των ποιητών και στιχοπλόκων είναι μια πλειοψηφία που -φευ- σπανίως ανέρχεται στην περιπόθητη εξουσία.

Εντούτοις, δεν λείπουν οι συγγραφικές προσπάθειες όπου διηγηματογράφοι και ντροπαλοί μυθιστοριογράφοι ανανεώνουν την αίσθηση της αφήγησης και -αν μη τι άλλο- προσφέρουν διαφορετικό αέρα στα αφηγήματά τους. Η λίγη πείρα που διαθέτει ο καθένας μας φαίνεται πως φτάνει για να διακρίνουμε μια μαστορική εκτός κοινών κανόνων, αίσθηση ζωής που ανανεώνει την κοινή οπτική, μια υστερική κυριολεκτικά απόπειρα που πασχίζει να σπάσει τον κοινό καθρέφτη.                          

Αρχίζοντας από τον Γιάννη Μακριδάκη που ήδη έχει δώσει πειστικά δείγματα γραφής (ειδικά με τη Δεξιά τσέπη του ράσου), μπορούμε, κρίνοντας τη νουβέλα Το ζουμί του πετεινού (Εστία), να εντοπίσουμε κάποια κόπωση στο στυλ και συνάμα μιαν επιστροφή σε εγγυημένες γλωσσικές συνήθειες. Η ιστορία είναι απλή: ένας νησιώτης «άντρας γερός, παλιό σκαρί» τα βάζει με την οικονομική «κρίση», καταλήγοντας στο θριαμβευτικό συμπέρασμα ότι από μόνη της η γη μπορεί να μας ζήσει. Βέβαια, το ζητούμενο δεν είναι η αλήθεια του συμπεράσματος, όσο τα μέσα διά των οποίων ο Μακριδάκης απλώνει τις φτερούγες της νουβέλας του και εξαντλεί το στυλ του.

Δεν νομίζουμε ότι οι λογοτεχνικοί του προσανατολισμοί είναι άσχετοι με τη Χίο. Ο επαρχιώτικος ορίζοντας μπορεί να βοηθάει την ομαλή ενηλικίωση, ωστόσο η μικρή κοινότητα στερείται τη διαφορετική πνοή που έχει η μεγάλη πόλη, το ήθος απαρχαιώνεται χωρίς να επιδέχεται εύκολα ανανεώσεις και καινοτομίες, με αποτέλεσμα η χρονική επανάληψη να στρέφεται κατά κανόνα προς το παρελθόν. Οπότε και ο πεζογράφος, όσο προικισμένος και αν είναι, ψιλοκλέβει το υλικό του από τα δεδομένα και πρόσφορα. Έτσι έχουμε έναν Μακριδάκη που διατηρεί τη μαστορική του αφήγηση, υποστηρίζοντας όμως έναν «άγριο», με άλλα λόγια άνθρωπο παλιάς κοπής που θυμίζει πολλές μορφές της ηθογραφίας και της πάλαι ποτέ πεζογραφίας.

«... Τα κουκιά είναι η πιο καλή τροφή για τον άνθρωπο και για τα ζώα, δώσε στο ζο κουκια να φα, και δέκα η ώρα το πρωί, άμαν έβγει ο ήλιος, το τρίχωμα θα το βλέπεις και θα λαμποκοπά, άμα γυαλίζει το τρίχωμα του ζου, είναι υγιές, τέτοια τους ελεγε, περνούσε απ’ όλα τα τραπέζια έτσι και καταστάλαζε σε ‘κείνο που είχε τη γνώμη πως πίνουνε πιο πολύ, τους ήξερε πια σχεδόν όλους τους πελάτες του, αν και τελευταία καταφτάνανε κι άλλοι πολλοί, είχε βγάλει όνομα τρανό το μαγαζί στα γύρω μέρη, τους προτιμούσε ο κόσμος. Παράδεισο το λέγανε το μούρκι του Παναγή οι πιο παλιοί από δαύτους και του ‘χε απομείνει το όνομα...».
                                
Ο Πέτρος Αυλίδης (γεννημένος το 1955), που έζησε στο Βερολίνο από το ’80 ίσαμε το ’98 (ως ψυχίατρος) και «έπεσε» κατά κάποιον τρόπο πάνω του το διαβόητο Τείχος, συνέγραψε το απόσταγμα από την παραμονή του στη γερμανική πρωτεύουσα στο βιβλίο του Σοφέρ. Η επιτυχία του είναι απλή: ενώ συνέγραψε τα χρόνια του στο Βερολίνο, δεν απομιμήθηκε κάτι γερμανικό. Οι επιρροές -όποιες κι αν είναι αυτές- είναι συγγνωστές, αρκεί η αφήγηση να διαθέτει πειστικό βηματισμό και κάθε σελίδα να ζωντανεύει αντί ν’ απονεκρώνει τα αφηγούμενα. Προφανώς, ο νεαρός, που θέλει να σπουδάσει ψυχιατρική, έχει ιδιαίτερη κλίση στη νυχτερινή ζωή, στο πιοτό, στον ποδόγυρο, οπότε κάθε επίσκεψη στα μπαρ είναι μέρος μιας μύησης που όσο πιάνει ρίζες και διακλαδίζεται, πείθει για την ανάγκη του αποδέκτη.
Ωστόσο, η νοηματικότητα των συμβάντων δεν θα είχε ουδεμία αναγλυφικότητα, αν ο Αυλίδης δεν έσπρωχνε τη συντακτική αφαίρεση ίσαμε το έπακρο. Διαβάζουμε: 
       «Ο μπροστινός μου, κόκκινο μαλλί, μαύρο δερμάτινο μπουφάν, ίδιο παντελόνι και αρβύλες, φουλ στην αλυσίδα. Αφοσιωμένος σε χαρτονένιο πιατάκι, μέσα βουρστ με πόμες.
        «Τι ώρα περίπου έρχονται οι εφημερίδες;» τον ρωτάω.
        Γυρνάει και με κοιτάει. Το στόμα μασάει, στη μια άκρη κετσαπ.
         «Δεν ξέρω», μασημένο.
         «Ντάνκε», κοιτάω το κέτσαπ, έτοιμο να στάξει.
Η γλώσσα βγαίνει, το γλείφει, γλείφει καλού κακού και την άλλη μεριά και ξαναμπαίνει στο πόστο της.
        Κάνει κι η γλώσσα μου να βγει για γλείψιμο. Την κρατάω μέσα».
Συμπαθητική και μοιραία μορφή του βιβλίου -δανεισμένη απευθείας από τη ζοφερή πραγματικότητα του Βερολίνου- είναι βέβαια ο Ακριθάκης. «Ο ζωγράφος δίνει πάντα εξετάσεις» έλεγε και βέβαια είχε πέρα για πέρα δίκιο. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου -όπως οι νέοι προς τους ενήλικες- σπουδάζει στάσεις ζωής, τον βιωμένο χρόνο των άλλων και του εαυτού του, γυρεύει τα κλειδιά και τα αντικλείδια της πόλης, γίνεται «κάποιος» για τις γυναίκες και συνάμα κοιτάζει τις σπουδές του. Θα γίνει ψυχίατρος; Νευρολόγος; Ντίλερ εικαστικής συγκίνησης; Αλκοολικός; Ό,τι κι αν γίνει, ξέρει ότι κρέμεται από τον ουρανό με πολύ λεπτό σχοινί. Το συντακτικό του οργανώνει, αποδιοργανώνοντάς την, τη νεότητά του, ο περίγυρος που λατρεύει το εφήμερο και δεν ψηφίζει καμιά επιφύλαξη αποδίδονται με έξοχο τρόπο.
                                
Το Σε αργή κίνηση Της Δανάης Παπουτσή (Κέδρος) απαρτίζεται από μια σειρά διηγήματα και, καθώς το επάγγελμα της συγγραφέως είναι το ηθοποιηλίκι, αναμένει κανείς εφευρήματα και πόζες που, αν μη τι άλλο, θα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το πρώτο θετικό στοιχείο στο βιβλίο αφορά την πλασματικότητα όλων περίπου των διηγημάτων. Την πραγματικότητα δεν την αντιγράφουμε, τη δημιουργούμε. Σε κάθε παράσταση της διηγηματογράφου παίζεται ένα δράμα που είτε αφορά τη σχέση με τον εαυτό της (κλειστοφοβία), είτε τη σχέση με τη μητέρα της (μνησικακία), είτε, τέλος, αντιμετωπίζουμε το «αβίωτο» που φαίνεται πως την κυνηγάει εσωτερικά.
Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν «στάδια στον δρόμο της γραφής», η Παπουτσή διανύει το στάδιο της δραματολαγνείας, όπου τα πάντα θα πρέπει να δεχτούν έναν ύποπτο φωτισμό αυτοκαταστροφής, αυτοκατηγορίας, εγκλωβισμένου ψυχισμού και πολυγραφίας που δεν έχει βρει ακόμη τη σωστή σχέση της με τη ζωή.
Το «δυο φορές κι έναν καιρό» μπορεί ν’ αποβεί σημαδιακό - τη μία φορά, πάντως, την εξάντλησε.
                                            
Ερχόμαστε τώρα στο τέταρτο βιβλίο, ένα βιβλιαράκι με διηγήματα του Γιάννη Παλαβού (Αστείο, εκδ. Νεφέλη) το οποίο θεωρούμε εύρημα κυριολεκτικά. Ο Γιάννης είναι καινούργιος στο επάγγελμα (γεννήθηκε το ’80 στο Βελβεντό Κοζάνης), έχει γράψει κι άλλες ιστορίες (Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες, Intro Books) και φαίνεται -να μην τον ματιάσουμε- ότι έχει στα γεμάτα το καρούμπαλο της λογοτεχνίας. Ο τόμος περιέχει αρκετά διηγήματα (περιπου δεκαοχτώ), αλλά εμείς εδώ θα σχολιάσουμε μόνο το πρώτο, ή μάλλον το δεύτερο, που τιτλοφορείται «Γέροι Άνθρωποι».
Η υπόθεση, όπως λένε, είναι απλή. Η γιαγιά γλιστράει πάνω στο παγωμένο πλακόστρωτο και την πάνε στο νοσοκομείο. Η μάνα του Τάσου τη φροντίζει (όπως μισό αιώνα πριν η γιαγιά φρόντιζε την εγγόνα της), το Πάσχα ένα τσιγγανάκι πνίγηκε, αλλά για τη γιαγιά η ζωή πια είναι «ενα παράθυρο κοντά στο κρεβάτι». Με τον καιρό, πάντως, η υγεία της καλυτέρευσε, ο γιατρός της έδωσε ένα πι και αλώνιζε το δωμάτιο. Μάλιστα, καθώς η οικογένεια χρειαζόταν χώρο γιατί γεννήθηκαν τα ξαδέλφια του, η γιαγιά υποβιβάστηκε στον στάβλο που καθαρίστηκε δεόντως. «Θυμάμαι ακόμα ένα παχουλό γουρουνάκι να γουργουρίζει στο σημείο που τώρα βρίσκεται το ντιβάνι».
Ο Τάσος πάει να πει καλησπέρα στη γιαγιά που περηφανεύεται για τις βόλτες με το πι της, όταν ακούει γυαλικά να σπάζουν στην τουαλέτα. Αίφνης, από την τουαλέτα, αντί να βγει η γιαγιά, βγαίνει μια κοπέλα γύρω στα είκοσι (δηλαδή η γιαγιά πριν από πολλά χρόνια). Ο Τάσος μαζί με τη νεότατη γιαγιά εξέρχονται από το χωριό και πιάνουν κουβέντα. Η γιαγιά του διηγείται μια ιστορία από την Κατοχή: «Παντρεμένη πήγα μ’ έναν Ιταλό, τον Έντσο». «Σου άρεσε;». «Η καλύτερη στιγμή της ζωής μου...».
«Άνοιξα τα βλέφαρα κι ένιωσα τα κρύα πλακάκια, πιο πέρα η γιαγιά σωριασμένη ανάμεσα σε γυαλιά, τα μάτια της ανοιχτά, κοιτούσαν το ταβάνι, αλλά δεν το κοιτούσαν». Πρόκειται για κάτι τόσο απλό που πλησιάζει το τίποτα, αλλά αυτό το τίποτα (με ό,τι συνεπάγεται) πλησιάζει το άριστα. Τι εννοούμε;
Το ίδιο αυτό διήγημα, με τα περάσματα και τις εντάσεις του, θα μπορούσε να εκτεθεί με τον πλέον κοινότοπο τρόπο, ώστε να μην έχει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Παλαβός έχει να κάνει με τον χρόνο, άρα με καταστάσεις ζωής που λίγο αν μείνουν ξεκρέμαστες, δεν αποδίδουν συγκίνηση. Η έξοχη στιγμή όπου η γιαγιά αποσύρεται στον απόπατο κι επιστρέφει νέα πια, το πολύ είκοσι χρόνων, για να μιλήσουν μεταξύ τους διαφορετικά (ποιοι; Η γιαγιά με τον εγγόνι της) δεν δηλώνει απλώς απελευθέρωση από τον κοινότοπο χρόνο αλλά μια κομψή αναδημιουργία που αναδύεται κυριολεκτικά από το πουθενά και το ποτέ.
                                   
ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΕΡΑ ΒΑΡΕΤΟ να παριστάνεις τον επαΐοντα, να πουλάς γνώσεις κι εξυπνάδα σε νεότερους, να τους παίρνεις από τα μούτρα κατά κάποιον τρόπο. Πλην όμως ο καθένας έχει ανάγκη να του μιλήσουν για το γραφτό του, να αισθανθεί ότι κοιτάζεται σ’ ένα κάτοπτρο έστω θαμπό. Άλλωστε, τον άλλον μόνο μια στιγμή τον ακούς. Μετά τα ίδια και τα ίδια.

 
  • Γιάννης Μακριδακης, Το ζουμί του πετεινού, σελ.: 92, τιμή: €11,00, Εκδόσεις: Εστία,  
  • Πέτρος Αυλίδης, Σοφέρ, σελ.: 251, τιμή: € 15,98, εκδόσεις Γαβριηλίδης,
  • Δανάη Παπουτσή, Σε αργή κίνηση, σελ. 200, τιμή  € 12,00, εκδόσεις Κέδρος,
  • Γιάννης Παλαβός, Αστείο,  σελ. 112, τιμή: € 8,90, Εκδόσεις Νεφέλη
-------------------------------
Συνέχεια →

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα - Θλιμμένη μπαλάντα [Balada triste]

2 σχόλια
     Θλιμμένη μπαλάντα
      
         [Μικρό ποίημα]

Μια πεταλούδα είναι η καρδιά μου,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
που πιάστηκε στου χρόνου την αράχνη
και της μοιραίας άρνησης έχει τη μαύρη γύρη.

Από παιδί τραγούδαγα όπως κι εσείς,

καλά παιδιά του λιβαδιού,
στον ουρανό αμολούσα το σαίνι μου
με τα φριχτά σαν του αγριόγατου τα νύχια.

Στης Καρταχένας τα περβόλια
ξόρκιζα της βερβένας το βοτάνι
και σαν περνούσα της φαντασίας το ποταμάκι
το δαχτυλίδι έχασα που 'χα για φυλαχτό.

Άι, καβαλάρης μια φορά γυρνούσα
μες στου Μαγιού το δροσερό το δείλι.
Ήταν εκείνη τότε το αίνιγμά μου,
άστρο γαλάζιο στο στέρνο μου τ' ανέγγιχτο.
Ανέβαινα αργά μέχρι τα ουράνια.
Ήτανε Κυριακή των ανθισμένων τριφυλλιών.
Την είδα τότε αντί για ρόδα και γαρύφαλλα
να κόβει με τα δυο της χέρια κρίνους.

Ήμουνα πάντα ανήσυχος,

παιδιά καλά του λιβαδιού,
το εκείνη του έρωτα με τύλιγε
σε ονείρατα όλο φως:
Ποια θα μαζέψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;
Γιατί θε να τη δούνε μόνο τα παιδιά
στου Πήγασου τις πλάτες;
Η ίδια θα 'ναι τάχα που στα γιορτάσια
με θλίψη τη φωνάζαμε
άστρο, καλώντας την να βγει
στους κάμπους να χορέψει...;

Απρίλη μήνα εγώ τραγούδαγα παιδί,

καλά παιδιά του λιβαδιού,
εκείνη που η αγάπη μου δεν άγγιζε
εκεί που ξεπροβάλλει ο Πήγασος.
Τις νύχτες μιλούσα για τη θλίψη
και τη σελήνη την τρελή,
ω τι χαμόγελο που φόραγε στα χείλη!
Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;

Αχ, η κοπελίτσα η τόσον όμορφη,

η μικροπαντρεμένη από τη μάνα της,
σε ποιόνα τάφο μυστικό
τον χαλασμό της να κοιμίζει;

Μόνος εγώ κι η αγάπη μου η κρυφή

δίχως καρδιά και δίχως δάκρυ
ως τ' ουρανού τ΄αδύνατο το τέρμα
με παρηγόρια μου έναν ήλιο μέγα.

Θλίψη βαριά με σκιάζει!

Καλά παιδιά του λιβαδιού,
με πόση γλύκα η καρδιά θυμάται
τις μέρες τις ήδη μακρινές...
Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα; 


[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]

[Διαβάστε εδώ το ποίημα στο πρωτότυπο]

Συνέχεια →
Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Στον Κινέζο συγγραφέα Μο Γιαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2012

0 σχόλια
Στον Κινέζο συγγραφέα Μο Γιαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2012
Ο Κινέζος συγγραφέας Μο Γιαν κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2012 για τα έργα του που χαρακτηρίζονται από έναν «παραισθητικό ρεαλισμό», ανακοίνωσε σήμερα η σουηδική Ακαδημία των Νόμπελ.

Ο Μο Γιαν «με έναν παραισθητικό ρεαλισμό ενώνει το παραμύθι, την ιστορία και την σύγχρονη πραγματικότητα», ανακοίνωσε η Ακαδημία.

"Ο Μο Γιαν, συνδέοντας φαντασία και πραγματικότητα, ιστορική και κοινωνική προοπτική, δημιούργησε ένα σύμπαν, το οποίο, με την περιπλοκότητά του, θυμίζει αυτό συγγραφέων όπως ο Γουίλιαμ Φώκνερ και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το οποίο παραμένει ταυτοχρόνως προσηλωμένο στην αρχαία κινεζική λογοτεχνία και στην λαϊκή παράδοση του παραμυθιού".

Εκτός από μυθιστορήματα, έχει κυκλοφορήσει μεγάλο αριθμό δοκιμίων και διηγημάτων με ποικίλη θεματολογία και «θεωρείται, παρά την κριτική του στάση απέναντι στην κοινωνία, ένας από τους πιο διακεκριμένους συγγραφείς της χώρας του», πρόσθεσε η Ακαδημία.

Γεννηθείς το 1955, ο Μο Γιαν, ψευδώνυμο (σημαίνει "μην μιλάς") του Γκουάν Μογέ, μεγάλωσε σε μια αγροτική οικογένεια στο Γκαομί, στην επαρχία Σαντόνγκ, στην ανατολική Κίνα, διευκρινίζεται σε ανακοίνωση της Ακαδημίας.

"Έχει έναν απολύτως μοναδικό τρόπο γραφής. Αν διαβάσεις μισή σελίδα του Μο Γιαν αναγνωρίζεις αμέσως ότι είναι αυτός", δήλωσε ο επικεφαλής της Ακαδημίας Πέτερ Ένγκλουντ.

Ο Μο ενημερώθηκε για το βραβείο, πρόσθεσε ο Ένγκλουντ, διευκρινίζοντας ότι «ήταν στο σπίτι με τον πατέρα του. Είπε ότι χάρηκε πάρα πολύ και ότι του προκάλεσε μεγάλη έκπληξη».

Το 1981 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα Βροχή που πέφτει μια ανοιξιάτικη νύχτα. Ακολούθησε το βιβλίο του Oι κόκκινοι αγροί (1987) που άρχισε να του δημιουργεί προβλήματα με τη λογοκρισία.

Οι κόκκινοι αγροί μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τον Ζανγκ Γιμού. 

Το επόμενο μυθιστόρημά του, που υπάρχει μεταφρασμένο και στην Ελλάδα, Oι μπαλάντες του σκόρδου (1988), απαγορεύτηκε, γεγονός που οδήγησε τον Γιαν να παραιτηθεί από το στρατό. 

Τα βιβλία του Η δημοκρατία του κρασιού (2001) και Μεγάλα στήθη και φαρδιές περιφέρειες (2003) στο οποίο περιγράφεται η Κίνα του εικοστού αιώνα μέσω του πορτρέτου μιας οικογένειας,.είχαν επίσης προβλήματα με τη λογοκρισία.

Ωστόσο, παρά τις προτάσεις που είχε από τη Δύση, ο Μο Γιαν δεν εγκατέλειψε ποτέ την Κίνα.

Το βραβείο αυτό συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 8 εκατομμυρίων κορωνών (925.000 ευρώ), ένα ποσό κατά 20% κατώτερο από αυτό των προηγούμενων ετών, και συνήθως απονέμεται από την Σουηδική Ακαδημία στις 10 Δεκεμβρίου.

---------------------

Πηγή: ΑΜΠΕ
Συνέχεια →

«Η άλωση της Κωσταντίας», Βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη

0 σχόλια
Η άλωση της Κωσταντίας βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη

Εισαγωγικά

Φέτος το καλοκαίρι, είναι αλήθεια ότι διάβασα αρκετά ενδιαφέροντα βιβλία νέων Ελλήνων λογοτεχνών, όπως το "Κάτι θα γίνει, θα δεις" του Χρήστου Οικονόμου, το Ο κύριος Επισκοπάκης του Ανδρέα Μήτσου, όμως η αληθινή αποκάλυψη για μένα είναι το "Η δεξιά τσέπη του ράσου", Βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη, όπως και το τελευταίο που τελείωσα και παρουσιάζω σήμερα, το βιβλίο «Η άλωση της Κωσταντίας», επίσης του Γιάννη Μακριδάκη

Ο Γιάννης Μακριδάκης αποτελεί κυριολεκτικά την αποκάλυψη για μένα, φέτος, αν και το πρώτο του μυθιστόρημα το έγραψε το ήδη το 2008 ("Ανάμισης ντενεκές" - βιβλιοπαρουσίαση 1 & 2). Δεν είχα την τύχη να τον διαβάσω νωρίτερα, αν και συμμετέχω σε λέσχη βιβλίου και γενικά είμαι λάτρης του καλού βιβλίου. Στο βιβλίο του "Η δεξιά τσέπη του ράσου", με συνεπήρε η λογοτεχνική περιγραφή της ασκητικής ζωής του μοναχού Βικέντιου, που μ' έκανε σχεδόν να θυμηθώ παπαδιαμάντια μαεστρία. Στο βιβλίο του αυτό με τίτλο «Η άλωση της Κωσταντίας» η γραφή του είναι χείμαρρος, χωρίς κεφάλαια και με ελάχιστες τελείες (και πάρα πολλές άνω τελείες) όπου οι προτάσεις είναι σιδηρόδρομοι -θυμίζουν Σαραμάγκου και κάπου Καρυστιάνη- κι όμως, το διαβάζεις κυριολεκτικά απνευστί. Σε μαγεύει η αμεσότητα της περιγραφής, η μίξη του τρίτου και πρώτου ενικού στην ίδια πρόταση δεν σε κουράζει, αντίθετα, σε απογειώνει, σε μεταφέρει αλλού, στα αληθινά μονοπάτια της λογοτεχνίας, που σπάνια συναντάς στη νεότερη ελληνική βιβλιογραφία. Αληθινά πιστεύω πως ο Μακριδάκης -αν και είναι μόλις 41 χρονών- αποτελεί ήδη ένα μεγάλο ταλέντο για την ελληνική λογοτεχνία.

Ιδού ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

«η Κωσταντία κουνούσε το κεφάλι της σαν να 'χει απέναντί της έναν τρελό, δε σε το ΄πα εγώ ότι δεν είναι με τα καλά του, ότι τον αρέσουνε οι παλιατσαρίες, τη διάκοψε απότομα, εκείνη τη μέρα μ΄έφερε κάτι αρχαία λυχνάρια θεοβρόμικα, και κάτι κουταλάκια που σιχαινόσουνα να τα διείς όχι να τα πιάσεις και είχε την απαίτηση να τα χρηιμοποιώ κιόλας, παρ' τα ν' ανακατεύεις το τσάι σου να με σκέφτεσαι, με είπε ο αδικιωρισμένος, σιγά όμως μη τα κρατούσα, εγώ στην κόρη μου τα 'δωσα, από δω μέσα να φύγουνε, σιγά μη βάλω μέσα στο σπίτι μου ό,τι άχρηστο πετάνε οι Τούρκοι, μα είμαστε με τα καλά μας, ας τα πάρει η Άννα που πήρε και του λόγου του, και να τονε χαίρεται, σταμάτησε απότομα, κάπως τσαντισμένη. Η Βαγγελία είχε ένα συγκαταβατικό χαμόγελο στο στόμα της, στέναξε σα να της έλεγε δίκιο έχεις καημένη, έμπλεξες, τί να κάνεις κι εσύ, δε φταίς, η κόρη σου τα φταίει όλα, δεν άρθρωσε όμως λέξη, ξαναγύρισε στα χαρτιά και διάβασε παρακάτω, εκείνη τη μέρα ήτανε που σου πήρα δώρο τα κουταλάκια, Κωσταντία μου, και το λυχναράκι»(σελ. 72-73).

Περιττό να πω, ότι αρχίζει και τελειώνει με άνω τελεία. Όπως προανέφερα, αρχίζει με περιγραφή στον τρίτο ενικό "η Κωσταντία κουνούσε το κεφάλι της..." και στην ίδια πρόταση, βάζει ένα κόμα και συνεχίζει σε πρώτο ενικό "δε σε το ΄πα εγώ ότι δεν είναι με τα καλά του..." κ.ο.κ. Στην παρακάτω πρόταση "Η Βαγγελία είχε...", κάνει αρχικά ακριβώς το ίδιο όπως και πρίν και τελειώνει με το "εκείνη τη μέρα ήτανε που σου πήρα δώρο τα κουταλάκια, Κωσταντία μου, και το λυχναράκι", που πλέον συνεχίζει την αφήγηση του γράμματος! Δηλαδή σε μία πρόταση -που τελειώνει σε άνω τελεία ("στο λυχναράκι")- έχουμε 3 λεκτικά σχήματα μαζί: τρίτο, πρώτο ενικό και αφήγηση (του γράμματος) μαζί..! Καταπληπτικό!. Τέλος χρησιμοποιεί αυθεντική ντοπιολαλιά, που προσδίδει αμεσότητα και προφορική σχεδόν περιγραφή.

 

Η υπόθεση του βιβλίου  (όπως την περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας)

 

«Τον Οκτώβριο του 2005 η 60χρονη Κωσταντία, Ρωμιά της Κωνσταντινούπολης, λαμβάνει ένα ογκωδέστατο γράμμα από τη Χίο. Αποστολέας είναι ο Γιάννης, ο γαμπρός της, ο οποίος ζει στο νησί μαζί με τη μοναχοκόρη της την Άννα και με την επιστολή αυτή τής καθιστά γνωστά (για να μην τα μάθει από άλλους) τα όσα έζησε και τα όσα έμαθε σχετικά με τον εαυτό του κατά την πρόσφατη επίσκεψη του ζεύγους στην Πόλη. Ιστορίες και καταστάσεις οι οποίες ξεκίνησαν από ένα τυχαίο περιστατικό και βήμα προς βήμα τού αποκάλυψαν το άγνωστο και σοκαριστικά ανατρεπτικό προσωπικό του παρελθόν. Διότι ο Γιάννης δεν είναι αυτός που νόμιζε ότι ήταν, μέχρι τα 35 χρόνια του. Ο γαμπρός της Κωσταντίας είναι Τούρκος από τη μεριά του πατέρα του αλλά υιοθετήθηκε όταν ήταν βρέφος από ανάδοχη ελληνική και χριστιανική οικογένεια στη Χίο. 

Η Κωσταντία λοιπόν, όπως κάθε Ρωμιά που σέβεται τον εαυτό της και την καταγωγή της, νιώθει τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της καθώς διαβάζει αυτή την πληροφορία, δεν μπορεί να το διανοηθεί, δεν μπορεί να το πιστέψει, η κόρη της πήρε Τούρκο τελικά, πήγε στην Ελλάδα να παντρευτεί αλλά της βγήκε τουρκόσπορος, τρελαίνεται η Κωσταντία και είναι έτοιμη να σκάσει με αυτό το ύπουλο χτύπημα της μοίρας. Μετά το πρώτο σοκ επιστρατεύει όση ψυχραιμία της απέμεινε και ξεκινά, μαζί με την κουτσομπόλα φίλη της τη Βαγγελία να διαβάζουν όλη νύχτα εναλλάξ μεγαλοφώνως το ογκωδέστατο αυτό γράμμα του γαμπρού της, να περιπλανιούνται μαζί του στο Κουρτουλούς, στο Ντολάπντερε, στην Αντιγόνη, στο Μπαλουκλή, να μένουν άφωνες με αυτά που άκουσε ο ίδιος από Τούρκους και Ρωμιούς συγγενείς των πραγματικών του γονιών, να σχολιάζουν άλλοτε σαρκαστικά και άλλοτε με πίκρα τα γραφόμενά του, να ξαναζούν και να αναβιώνουν με διαφορετική ματιά γεγονότα και καταστάσεις που είχαν ζήσει παραλλήλως κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Πόλη, τέλος δε να απορούν και να βάζει ο νους τους ακόμη πολλά και διάφορα. Ο αναγνώστης παρακολουθεί αυτήν ακριβώς την ολονυκτία ανάγνωσης και τις αντιδράσεις των δύο φιλενάδων, καθώς ξεδιπλώνεται μπροστά τους λέξη προς λέξη η υπόθεση. 

Η άλωση της Κωσταντίας είναι ένα μυθιστόρημα βασισμένο στην ιδέα του «Αλλου», στο πώς αντιμετωπίζει ο καθένας τον «Αλλον», τον εθνικά και θρησκευτικά διαφορετικό, αλλά και τον «Αλλο του εαυτό» μέσα από τους πολλούς άλλους. Είναι εμπνευσμένο από τον τρόπο με τον οποίον η πλειονότητα των μελών της ελληνικής μειονότητας της Πόλης (αλλά και κάθε μειονότητας) αντιμετωπίζει το μέγα ζήτημα των μικτών γάμων αλλά και από τις ψυχολογικές αναταράξεις που συμβαίνουν σε έναν άνθρωπο όταν βλέπει να καταρρέουν ξαφνικά όλα όσα είχε βέβαια και δεδομένα για την ύπαρξή του τόσα χρόνια, όταν από τη μια στιγμή στην άλλη νιώθει ένας άλλος μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. 

Η Κωσταντία αλώθηκε ψυχολογικά από τον πορθητή γαμπρό της, με σύγχρονο δούρειο ίππο έναν ογκωδέστατο φάκελο που έκρυβε εντός του μια ιστορία απίστευτη και γεμάτη εκπλήξεις από την αρχή ώς το τέλος της» (στο Τυπωθείτω της παλαι ποτέ Ελευθεροτυπίας στις 29/4/2011) 

Σχολιασμός πάνω στην υπόθεση του βιβλίου 

 

Το κλειδί της υπόθεσης είναι βέβαια η επιστολή του Γιάννη προς την πεθερά του Κωσταντία. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης ενσωματώνεται στο γράμμα του Γιάννη Γιασάρ Φρατζεσκάκη προς την πεθερά του, το οποίο διαβάζουν φωναχτά η ίδια και η φίλη της Βαγγελία, αναλαμβάνοντας εναλλάξ τον ρόλο της αναγνώστριας και της ακροάτριας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο συγγραφέας πετυχαίνει μια σταθερή αντίστιξη λόγων (ο απολογητικός λόγος του Γιάννη για την τουρκική καταγωγή του και ο εξοργισμένος λόγος των δύο γυναικών για τη συνταρακτική παραδοχή του), που συμπλέκονται με έναν ασθματικό, σχεδόν παραληρηματικό ρυθμό, προσδίδοντας στην αφήγηση μια σπάνια ζωντάνια. 

Εκείνο που ενδιαφέρει είναι το παιχνίδι του συγγραφέα µε την έννοια της αλήθειας,  κι όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, με την ιδέα του «Αλλου», στο πώς αντιμετωπίζει ο καθένας τον «Αλλον», τον εθνικά και θρησκευτικά διαφορετικό, αλλά και τον «Αλλο του εαυτό» μέσα από τους πολλούς άλλους. Διότι άλλη είναι η αλήθεια όταν ο Γιάννης εστιάζει στα γεγονότα ως ερευνητής του οικογενειακού παρελθόντος του και άλλη όταν τα παρακολουθεί ως εν δυνάµει µυθιστοριογράφος. Η αλήθεια είναι λοιπόν θέµα οπτικής γωνίας και ανάλογα µε την οπτική της γωνία µπορεί να τρελάνει ή να λυτρώσει. Έτσι όµως ο Μακριδάκης καταφέρνει και κάτι άλλο: να µιλήσει µε ανάλαφρο και ταυτόχρονα σοβαρό τρόπο για τις εθνικές µας εµµονές, αποφεύγοντας τόσο την ιερή τους εξαΰλωση, που καταργεί κάθε ιστορική αίσθηση της πραγµατικότητας, όσο και τη στεγνή ιδεολογική τους αποµυθοποίηση, που αγνοεί το φορτίο του ιστορικού τους βιώµατος (η Κωσταντία είναι παιδί του πογκρόµ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955). Με αυτή την έννοια, το βιβλίο είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ, αν λάβουμε υπόψη τα πογκρόμ κατά των μεταναστών της εγχώριας τρόικα και κυρίως των φασιστών της Χρυσής Αυγής. Έτσι ανάλαφρα, σαν σε παραμύθι, ο Μακριδάκης σε οδηγεί αριστοτεχνικά εκεί που θέλει, στο να γκρεμίσει δηλαδή τις φυλετικές διακρίσεις αφήνοντας την Κωσταντία να της ξεφύγει:«Ναι μεν Τούρκος, αλλά είναι γιατρός!». Άρα οι εθνικές/θρησκευτικές διαφορές είναι μόνο για τους φτωχούς; Ή μήπως χρειάζεται ένα άλλοθι για να πνεύσει αέρας δημοκρατικότητας και εκσυγχρονισμού; Ο συγγραφέας επικαλείται την ισότητα των ανθρώπων, προσθέτοντας πως πατρίδα του καθενός είναι η παιδική του ηλικία και πως την ταυτότητά του την αποκτά από την κοινωνία στην οποία μεγάλωσε με γεννήτορες αυτούς που τον ανέθρεψαν και όχι απαραίτητα τους φυσικούς του γονείς.

Ο Γιάννης Μακριδάκης με δυναμική και νοσταλγική γραφή κατακτά τον αναγνώστη και ξεκλειδώνει για μια ακόμη φορά το λαογραφικό σεντούκι της Χίου, ελευθερώνοντας τους πόνους και τις ρίζες του κοινωνικού της ιστού. Και όχι μόνο. 

Τέλος, ο από μηχανής θεός δίνει τη λύση. Ένα μυθιστόρημα είναι! Είναι;

«Η άλωση της Κωνσταντίας» θα παίζεται σύντομα και στο θέατρο με την Άννα Βαγενά και την Ελένη Γερασιμίδου, σε σκηνοθεσία του Χρήστου Βαλαβανίδη.

Τέλος συνιστώ να διαβάσετε οπωσδήποτε και την συνέντευξη του Γιάννη Μακριδάκη για το βιβλίο. 
 
---------------------------------------


(Πρώτη δημοσίευση: apopseis-eponyma.blogspot.gr)
 
Αναφορές: 
Συνέχεια →
Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Απονεμήθηκαν τα βραβεία «The Athens Prize for Literature»

0 σχόλια

Απονεμήθηκαν τα βραβεία «The Athens Prize for Literature»

Ο Χρήστος Αγγελάκος και ο κουβανός συγγραφέας Λεονάρδο Παδούρα απέσπασαν τα βραβεία στην έκτη διοργάνωση του «The Athens Prize for Literature», το Σάββατο, 6 Οκτωβρίου στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Το βραβείο, που απονέμει το περιοδικό (δε)κατa, σε ένα ελληνικό και ένα ξένο μυθιστόρημα, παρέλαβαν ο Χρήστος Αγγελάκος για το μυθιστόρημα «Το δάσος των παιδιών» (Μεταίχμιο 2011) και ο Κουβανός Λεονάρδο Παδούρα για το βιβλίο του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (μτφ. Κώστας Αθανασίου, Καστανιώτης, 2011). 

Τα βραβεία απονέμονται σε ένα ελληνικό και ξένο μυθιστόρημα που ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη γλώσσα, το ύφος, το περιεχόμενο, συνδυάζοντας παράλληλα τον πολιτικό σχολιασμό ή την ιστορική προοπτική.

Και τα δύο έργα που βραβεύτηκαν στην έκτη απονομή του The Athens Prize for Literature, προϊόντα ρεαλιστικής μυθοπλασίας, ξεχωρίζουν για τον στιλπνό λόγο τους, το παιχνίδισμα γλώσσας και εννοιών και το χτίσιμο χαρακτήρων, εξήγησαν οι συντονιστές των δύο κριτικών επιτροπών, συγγραφείς Χρύσα Σπυροπούλου και Θεόδωρος Γρηγοριάδης, οι οποίοι απένειμαν τα βραβεία.
Ο κουβανός συγγραφέας δεν παρέστη στην τελετή απονομής. Στη θέση του το βραβείο παρέλαβε ο υπεύθυνος της σειράς ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Καστανιώτη Ανταίος Χρυσοστομίδης. Έστειλε όμως ευχαριστήριο μήνυμα προς τους διοργανωτές των βραβείων, επισημαίνοντας:
«Η σχέση μου με την Ελλάδα είναι βαθιά λογοτεχνική. Πιστεύω πως το πάθος για τη λογοτεχνία που με συνοδεύει εδώ και σαράντα χρόνια το οφείλω, κατά κύριο λόγο, στους Έλληνες πιο κλασικούς από τους κλασικούς, όταν, εκείνες τις ανάλαφρες μέρες που φοιτούσα σε κάποιο λύκειο της Αβάνας, μετέτρεψα την οργή του Αχιλλέα, την επιμονή του Οδυσσέα, τη μοίρα του Οιδίποδα, της Αντιγόνης και της Μήδειας, καθώς και τα καπρίτσια των κατοίκων του Ολύμπου, σε κομμάτι αναπόσπαστο της γνώσης μου για την ανθρώπινη συνθήκη του πολιτισμένου και δυτικού ανθρώπου. 

Είμαι, επομένως, εξίσου κληρονόμος του Ομήρου, του Ηροδότου, του Σοφοκλή και του Αριστοτέλη όσο και οποιοσδήποτε από τους έλληνες αναγνώστες και κριτικούς στα χέρια των οποίων έφτασε το μυθιστόρημά μου Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά και αποφάσισαν να το τιμήσουν με ένα βραβείο που φέρει το όνομα της πόλης του Περικλή και του Παρθενώνα, το όνομα εκείνου του τόπου του κόσμου όπου επινοήθηκε αυτή η θαυμαστή –και σήμερα τόσο ευτελιζόμενη– έννοια που ακόμη αποκαλείται δημοκρατία.

Στο μυθιστόρημά μου, πιστεύω, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τον απόηχο της ελληνικής ρίζας μου. Η σημαδεμένη μοίρα του Λιεφ Τρότσκι, η λύσσα του Ραμόν Μερκαντέρ και κατόπιν οι αμφιβολίες του, η ζωή του Κουβανού Ιβάν Κάρδενας, που τη διαμόρφωσαν ανώτερες δυνάμεις, αλλά και η μοιραία του κατάληξη, έχουν πίσω τους τα συσσωρευμένα μαθήματα που πήρα διαβάζοντας τους ποιητές και τους τραγικούς της Αθήνας, τους πρώτους συγγραφείς που ήξεραν πώς να δώσουν λογοτεχνική διάσταση στις μεταστροφές της ζωής των ανθρώπων και στις τελεσίδικες επιταγές της μοίρας.

Εκτός όμως από κληρονόμος μιας λογοτεχνίας, είμαι επίσης κληρονόμος και μιας αντίληψης για την κοινωνία που έγινε πράξη πριν από 25 αιώνες στην πόλη της Αθήνας. Είμαι, νιώθω, ένας δημοκράτης, με την ακριβή έννοια της λέξης. Και το μυθιστόρημά μου, το οποίο σήμερα βραβεύετε, είναι μια κραυγή ενάντια στους ολοκληρωτισμούς και τις τυραννίες, ένα κάλεσμα για δημοκρατία.
Λίγα βραβεία θα μπορούσαν να μου δώσουν τόση ικανοποίηση όσο ένα που έρχεται από την αιώνια Αθήνα. Γι’ αυτό θέλω να ευχαριστήσω με όλη μου την καρδιά τον εκδοτικό οίκο που εμπιστεύθηκε τη δουλειά μου και την κριτική επιτροπή που τώρα τη βραβεύει. 

Παίρνω αυτό το βραβείο σαν να βρίσκομαι στην αγορά και από μια γωνιά να με παρατηρεί ο Σωκράτης και, για μια φορά στη ζωή του, να μη σκέφτεται να κάνει κάποια ερώτηση για την οποία δεν θα είχα άλλη απάντηση να δώσω παρά να του πω: “Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι ο κόσμος πηγαίνει πολύ άσχημα. Αλλά εγώ είμαι ευτυχισμένος”». 

---------------------------
Πηγή: www.clickatlife.gr
Συνέχεια →

"Η δεξιά τσέπη του ράσου", Βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη

0 σχόλια
Η δεξιά τσέπη του ράσου του Γιάνη Μακριδάκη (ΕΚΔ. ΕΣΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2009 ΣΕΛ. 143)

Κάτι σαν πρόλογος

Ότι πιο όμορφο, λογοτεχνικό, νοσταλγικό, ευαίσθητο έχω διαβάσει φέτος, ήταν "Η δεξιά τσέπη του ράσου", το δεύτερο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη.
Τον συγγραφέα γνώριζα ήδη σαν ευαίσθητο, ανήσυχο και προοδευτικό πολιτικό σχολιαστή από άρθρα του σε μπλογκς και είχα ήδη θετική άποψη γι' αυτόν. Ώσπου στην τελευταία συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης Εξωραϊστικής του Βόλου, μια φίλη μας συνέστησε τα 2 τελευταία του πονήματα, "Η δεξιά τσέπη του ράσου" και το βιβλίο "Η άλωση της Κωσταντίας", τα οποία και δανείστηκα. Όχι τυχαία, αλλά επειδή μου άρεσε ο πρωτότυπος τίτλος, πήρα και διάβασα το πρώτο. Μέσα σε μια μέρα το ρούφηξα όλο και το χάρηκα αφάνταστα.

Η υπόθεση του βιβλίου

Σ’ ένα ξεχασμένο κι απομακρυσμένο μοναστήρι σε κάποιο νησί του Αιγαίου ζει ένας μοναχός, ο Βικέντιος. Είναι μόνος του σ' ολόκληρο το μοναστήρι. Μόνη του συντροφιά είναι η σκυλίτσα του η Σίσσυ, που την υπεραγαπά. "Ο καλόγερος αυτός είναι υπόδειγμα της κατά Παπαδιαμάντη χριστιανορθόδοξης λαϊκής ευσέβειας. Αγαθός, αθώος, απέραντα ταπεινόφρων, πράος, με απλοϊκή αλλά βαθιά ριζωμένη θρησκευτική πίστη, με αγάπη για όλα τα πλάσματα του Θεού, έμψυχα και άψυχα. Τηρεί ευλαβικά τους κανόνες της μοναστικής ζωής, αλλ΄ αφήνεται και στις μικρές, άδολες εγκόσμιες χαρές- το αγνάντεμα της θάλασσας, τους περίπατους στην εξοχή γύρω από το μοναστήρι για το μάζεμα τριφυλλιών, την κουβέντα με τους σποραδικούς επισκέπτες του μοναστηριού και, φυσικά, την τρυφερή σχέση με τη σκυλίτσα Σίσσυ ή, αργότερα, με τα κουτάβια της" (γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα Νέα).
Κάποια στιγμή μένει έγκυος η Σίσσυ και αφού γεννάει 3 κουτάβια πεθαίνει. Συμπτωματικά αυτό συμβαίνει την ίδια μέρα, το πρωί που πεθαίνει και ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Αυτό είναι και το καταπληκτικό εύρημα του Μακριδάκη εδώ, η σύμπτωση του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου (ξημερώματα 28ης Ιανουαρίου 2008, που το μαθαίνει ο Βικέντιος από το ραδιοφωνάκι του), και του θανάτου της σκυλίτσας του Σίσσυς πάνω στη γέννα. Αφού ενταφιάζει την Σίσσυ κοντά στον ιστο της σημαίας, μετά κατεβάζει την σημαία μεσίστια, περισσότερο για την σκυλίτσα του, παρά για τον αρχιεπίσκοπο. Μετά, μέσα σε έντεκα ημέρες, δηλαδή όσες μεσολάβησαν από τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου μέχρι την ανακοίνωση του διαδόχου του, παίζεται το όλο δράμα στο μοναστήρι με τα 3 ορφανά κουταβάκια. Ουσιαστικά, όμως, η αφήγηση περιορίζεται στις επτά πρώτες ημέρες, συμπλέκοντας όσα συμβαίνουν στο χιώτικο μοναστήρι με τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της Ελλάδος: Τρεις οι επικρατέστεροι διάδοχοι του Αρχιεπισκόπου, τρία τα ορφανά κουτάβια που χαροπαλεύουν. Την ημέρα που η αρχιεπισκοπική σορός εκτίθεται για προσκύνημα, πεθαίνει το θηλυκό κουτάβι. Την ημέρα της κηδείας του Αρχιεπισκόπου, πεθαίνει το ένα από τα δύο αρσενικά. Την ημέρα της εκλογής του Ιερώνυμου, το τρίτο κουτάβι ανοίγει τα μάτια του και βαφτίζεται προς τιμήν του Ρώνυ.

Σχολιασμός

Εδώ έχουμε τον συγγραφέα να παίζει με τις αντιθέσεις: 
  • ένας μοναχός από τη μια, κι ένας αρχιεπίσκοπος από την άλλη. 
  • Η ταπεινή όψη της θρησκείας στη μορφή του αγαθού Βικέντιου από τη μιά και η δημόσια, επιβλητική της έκφραση (αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος), βαδίζουν παράλληλα,
  • την αμφιταλάντευση ανάμεσα στη θρησκευτική πίστη και την εκκοσμίκευσή της,
  • η σκληρή ζωή του μοναχισμού από τη μιά και η ανάγκη για συντροφικότητα από την άλλη,
  • ο αγώνας μεταξύ ζωής και θανάτου,
  • ο σιωπηλός πόνος, για ένα πλάσμα ταπεινό και άκακο όπως η μικρή σκυλίτσα, σε αντιδιαστολή με ένα δημόσιο πένθος, όπως αυτό του θανάτου του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου,
  • το δόσιμο χωρίς ανταπόδοση.
Θα περίμενε κανείς από τα παραπάνω, το βιβλίο να είναι γεμάτο από νουθεσίες και διδάγματα για μια καλύτερη ζωή. Τίποτα απ' αυτά δεν υπάρχει. Ο αναγνώστης πλημμυρίζεται από αφτιασίδωτο συναίσθημα, πληθώρα εικόνων και εντέλει ονειρικών καταστάσεων που τον συνεπαίρνουν. Γιατί και με απλά, απέριττα, φυσικά και καθημερινά "υλικά" μπορείς να "ζωγραφίσεις" μαγικές εικόνες και να δώσεις ζωή στην αφήγηση:
«Γονάτισε στα σανίδια και ακούμπησε το χέρι του στη σακουλιασμένη της κοιλίτσα. Ανάσα καμιά. Η καρδιά του τρεμόπαιξε μες στα στήθια. Εσκυψε βαθιά κι έχωσε το κεφάλι του μες στην ψαροκασέλα, ακούμπησε τ’ αυτί του στο κορμάκι της. Και τότε, έτσι γονατιστός, ανασηκώθηκε, κοίταξε τον ουρανό κι έβγαλε μια κραυγή ο δόλιος, που έσκισε πέρα για πέρα την παγερή βουή του βοριά. Σήκωσε τα χέρια ψηλά σε παράκληση κι έμεινε κάμποση ώρα εκεί ασάλευτος. Από τα μάτια του κυλούσανε καυτά ποτάμια κι η μύτη του άρχισε να πλημμυρίζει». Έτσι περιγράφει ο συγγραφέας τον αφόρητο πόνο και την οδύνη του μοναχού Βικέντιου για τον θάνατο όχι ενός ανθρώπου, αλλά για τη σκυλίτσα του, τη Σίσσυ, τη μόνη του συντροφιά του εδώ και χρόνια. 
Εκείνο όμως που θέλει να δείξει ο συγγραφέας δεν είναι τον πόνο του θανάτου ή την προσήλωση στην πίστη. Δείχνει τον αγώνα του μοναχού Βικέντιου που αφοσιώνεται στο να διασώσει τα τρία κουτάβια της Σίσσυς. Αγωνίζεται ψυχή τε και σώματι να καταφέρει να τα μεγαλώσει μέσα στις αντίξοες συνθήκες του κρύου, του παλιού μοναστηριού. Για να το καταφέρει, για να νιώθουν τη ζεστασιά του σώματος, ο Βικέντιος τα κουβαλάει τυλιγμένα σε μια κάλτσα στη δεξιά τσέπη του ράσου του στη διάρκεια της μέρας. «Εχωσε το χέρι του στην τσέπη και το ανασήκωσε, έβγαλε τα μπροστινά του ποδαράκια έξω και πέρασε το τσεπόχειλο κάτω από τις μασχαλίτσες του. Απόμεινε αυτό να, κρεμάμενο, με το κορμάκι του μέσα στην τσέπη και τα τυφλά ματάκια του κατάφατσα στον πρωινό ήλιο». Γιατί το νόημα της ζωής είναι το τι διαλέγουμε να… φυλάμε και να προστατεύουμε μέσα στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου μας, στην ψυχή μας δηλαδή.

Επίλογος

Το βιβλίο αυτό αποτελεί για μένα καθαρά λογοτεχνικό γεγονός. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Ανυπομονώ να διαβάσω και άλλα βιβλία του Γιάννη Μακριδάκη, όπως το "Ανάμισης ντενεκές", το δε "Η άλωση της Κωσταντίας" το έχω δανειστεί ήδη.

O Γιάννης Μακριδάκης

O Γιάννης Μακριδάκης (akridaki@gmail.com) γεννήθηκε το 1971 στη Xίο και σπούδασε Mαθηματικά. Το 1997 ίδρυσε το Kέντρο Xιακών Mελετών Πελινναίο. Για το βιβλίο του αυτό λέει στην Συνέντευξή του στην Κρυσταλία Πατούλη: "Το ράσο είναι το χαϊδεμένο μου, γιατί εκτός των άλλων το έχει αγαπήσει πολύ ο κόσμος. Μου ξύπνησε μέσα μου το μοναστήρι που από μικρό παιδί μου άρεσε και με ενέπνεε όλη αυτή η φύση εκεί, και άρχισα να πηγαίνω κάθε μέρα επί τρεις μήνες και να μαζεύω ήχους, ομιλίες, λόγους, μυρωδιές, εικόνες για να γράψω το βιβλίο. Και όταν ένιωσα έτοιμος ότι έχω πολύ υλικό μαζέψει μέσα μου, αποσύρθηκα και πήγα και σκεφτόμουν ποια θα είναι η ιστορία που θα μπει για να τα συνδέσει όλα αυτά τα πράγματα που είχα μαζέψει, και ξαφνικά πέθανε ο Χριστόδουλος και μού δωσε τη φλασιά! Το ράσο είναι το βιβλίο, άλλωστε, που με έχει σημαδέψει σε σχέση με την εικόνα που έχουν για μένα οι αναγνώστες και σήμερα είναι στην 11η χιλιάδα ή στην 12η. Στη… δεξιά τσέπη του ράσου του ο Μακριδάκης τι έχει φυλαγμένο;  Την ψυχή μου φαντάζομαι ότι έχω φυλαγμένη εκεί. Την ψυχή μου, την αφέλειά μου και το πάθος μου. Αυτά, που δεν με αφήνουν να συμμορφωθώ με την κοινωνία. Που είμαι 40 χρονών και δεν θυμάμαι ποτέ να είδα μια διαφήμιση στην τηλεόραση και να είπα ότι με αφορά. Μα ποτέ. Τα ‘βλεπα όλα σαν ένας παρατηρητής που βλέπει πράγματα που αφορούν μόνο τους άλλους. Και όχι μόνο στις διαφημίσεις. Σε όλα. Λες και είμαι αλλού. Αυτό. Φυλάω τη μοναχικότητά μου. Ύμνος στη μοναχικότητα είναι το ράσο. Και στην αγνή αγάπη. Στην αγνή πίστη," 
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2012) Το ζουμί του πετεινού, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2011) Η άλωση της Κωσταντίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2010) Ήλιος με δόντια, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2010) Λαγού μαλλί, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2010) Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2009) Η δεξιά τσέπη του ράσου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2008) Ανάμισης ντενεκές, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(2007) 10.516 μέρες, Πελινναίο
(2006) Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι, Πελινναίο


-------------------------------


(Πρώτη δημοσίευση: apopseis-eponyma.blogspot.gr)

Συνέχεια →

Ετικέτες