Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Το παλιοκόριτσο - Μάριο Βάργκας Γιόσα (ή Λιόσα) [Llosa]

5 σχόλια
Το "Παλιοκόριτσο" του Μάριο Βάργκας Γιόσα [συγχωρέστε με για την επιμονή στην ορθή προφορά] ξεκινάει με τον ήρωά του, τον Ρικάρντο, να γνωρίζει για πρώτη φορά τον έρωτα της ζωής του, τη Λίλι, στο Μιραφλόρες, τη γειτονιά του στη Λίμα του Περού. Από την αρχή σε παρασέρνει σε ένα γαϊτανάκι αναμνήσεων, όπου δεν μπορείς παρά να στριφογυρίσεις κι εσύ κουβαλώντας τις δικές σου αναμνήσεις από τα αντίστοιχα νεανικά σου χρόνια. Οι περιγραφές της γειτονιάς σε κατακλύζουν με προσωπικές μνήμες. Ζωντανεύουν τους δρόμους της δικής σου πόλης με τις μουριές και τις ακακίες. Τις αυλές με τις πολύχρωμες γλάστρες. Τα πρώτα ατελέσφορα σκιρτήματα δεμένα συνειρμικά με κάτι πυγολαμπίδες που φώτιζαν τα πρώτα βράδια κάποιων άγουρων καλοκαιριών.

Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο για να το συζητήσεις με κάποιους φίλους σε
μια λέσχη ανάγνωσης, έχεις την πολυτέλεια να ανταλλάσσεις απόψεις γι'
αυτό πριν το τελειώσεις. Συναντιέσαι μαζί τους και ρωτάς "Πώς σου
φαίνεται;" για να πάρεις μια πρώτη γεύση των διαξιφισμών που θα
ακολουθήσουν. Με το Παλιοκόριτσο μού έκανε εξ αρχής εντύπωση η
αμηχανία με την οποία οι περισσότεροι συναναγνώστες αντιμετώπιζαν το
μυθιστόρημα (στην αρχή του, τουλάχιστον). Οι πιο πολλοί δεν
καταλάβαιναν "προς τι όλα αυτά". Έχοντας τώρα πια ολοκληρώσει την
ανάγνωση αναρωτιέμαι γιατί υπήρχε εκείνος ο δισταγμός απέναντί του.
Ξένιζε η υπερβολή με την οποία σκιαγραφεί σε κάποια σημεία ο Μ.Β.Γ.
την ηρωίδα του; Η τακτικότητα με την οποία εμφανίζεται και
εξαφανίζεται το παλιοκόριτσο στην ιστορία; Η γλώσσα, που ορισμένες φορές, κυρίως στους διαλόγους ανάμεσα στον Ρικάρντο και τη Λίλι, γίνεται
κοινότυπη [συνειδητή επιλογή του συγγραφέα ή μεταφραστική αδυναμία;];
Μήπως ο απερίφραστος τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο συγγραφέας τις
ερωτικές σκηνές; Θα έλεγα ότι γενικά δυσκολευόμαστε να κοιτάξουμε
ερωτικές και υπαρξιακές ανησυχίες (που αφορούν και εμάς) αν δεν
καταφέρουμε να πάρουμε την απαραίτητη απόσταση. Ερωτήματα για το πώς
διαλέγουμε τους ερωτικούς μας συντρόφους, τι διαμορφώνει το ερωτικό
μας γούστο, τι σημαίνει ερωτική "ευτυχία" είναι τόσο ανεξιχνίαστα
μέσα μας που στεκόμαστε επιφυλακτικά απέναντι στον οποιοδήποτε
προσπαθεί να τα ψηλαφήσει.

Ο Μ.Β.Γ. στήνει την ιστορία του με παραδοσιακό τρόπο (δεν το συνηθίζει πάντα). Ο ήρωας-αφηγητής ξετυλίγει τη διήγησή του με χρονολογική σειρά δίνοντας παράλληλα πληροφορίες και σχόλια για τις
πολιτικές εξελίξεις στο Περού (κυρίως) αλλά και για το τι συμβαίνει στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα ανά τον κόσμο. Ο Γιόσα ακολουθεί τον ήρωά του στο Παρίσι. Αντιπαραβάλλει συνέχεια τον τρόπο ζωής και τις επιλογές του Ρικάρντο με τους διάφορους ανθρώπους που συναντά στη ζωή του. Κάποιος έχει επιλέξει τη συζυγική πίστη σε συνδυασμό με την αφοσίωση στην επανάσταση. Άλλος τη χίπικη ζωή και τον "έκλυτο" ερωτικό βίο. Ένας τρίτος ζει το αδιέξοδο πάθος του χωρίς να βλέπει την επικείμενη καταστροφή. Προς το τέλος γνωρίζει ένα ισορροπημένο ζευγάρι με υιοθετημένο παιδί. Οι συγκρίσεις κατά κάποιον τρόπο σχολιάζουν την κατάσταση που κάθε φορά διαμορφώνεται στη ζωή του ήρωα.

Η Λίλι μπαίνει και βγαίνει από τη ζωή του Ρικαρντίτο [εύστοχη η χρήση υποκοριστικού] 

κατά το δοκούν. Η "σχέση" τους τον καθιστά συναισθηματικά ανάπηρο, ευνουχισμένο, ανίκανο να έχει μια "φυσιολογική" ζωή, ό,τι και να σημαίνει κάτι τέτοιο. Μήπως όμως
λειτουργεί ως άλλοθι για να συνεχίσει τη μονήρη ζωή του και την
καθόλου δημιουργική εργασία του όπου λειτουργεί ως το μέσο μεταφοράς
του λόγου των άλλων; ["Ένας διερμηνέας... υπάρχει μόνο όταν δεν
υπάρχει, ένας άνθρωπος που υπάρχει όταν παύει να είναι αυτό που 

είναι, έτσι ώστε να περνούν καλύτερα μέσα απ' αυτόν όσα σκέφτονται
και λένε οι άλλοι.
"] Γιατί τελικά ο Ρικαρντίτο είναι ένας άνθρωπος
που δεν τολμά να αλλάξει τη ζωή του. Γιατί δεν την ξεπερνά; Τι άλλο
μπορεί να του κάνει για να τον πείσει ότι πρέπει; Ο Μ.Β.Γ. αφήνει τις
εξηγήσεις για τον αναγνώστη. Ο Ρικάρντο βλέπει μόνο ό,τι μπορεί να
δει. [Χαρακτηριστική η αντιστοιχία με τα πολιτικά πράγματα: μας
αναλύει διεξοδικά την πολιτική κατάσταση στο Περού, αλλά σχεδόν δεν
παίρνει χαμπάρι τον Μάη του '68 που συμβαίνει δίπλα του.] Καλούμαστε
να κάνουμε εμείς την υπέρβαση για χάρη του. Και ταυτόχρονα να
προβληματιστούμε για τις επιλογές της δικής μας ζωής.

Παρά την κάποιες φορές πεζή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο αφηγητής
προσπαθώντας μάταια να περιγράψει τα πάντα, την καθημερινότητα των
διαλόγων  και τη σχηματική συμμετρικότητα της πλοκής, το
"Παλιοκόριτσο" θα μπορούσε να τοποθετηθεί αρκετά ψηλά στο έργο του
Γιόσα χωρίς όμως να φτάνει τα αριστουργήματά του ["Η πόλη και τα
σκυλιά", "Το πράσινο σπίτι", "Η γιορτή του τράγου"]. Προσωπικά θα
μείνει στη μνήμη μου όχι τόσο γι' αυτά που το ίδιο το μυθιστόρημα
λέει αλλά για εκείνα που γενναιόδωρα με άφησε να σκεφτώ.

Share/Bookmark

5 Σχόλια έως τώρα

  1. Ανώνυμος says:

    Πιστεύω πως ο δισταγμός που αναφέρεις από την πλευρά των συναναγνωστών μας οφείλεται στο γεγονός ότι στο "Παλιοκόριτσο" δεν υπάρχει ευρύ πεδίο ταύτισης του αναγνώστη με τους ήρωες και τις καταστάσεις του μυθιστορήματος όπως συνήθως συμβαίνει - κάτι το οποίο αποτελεί βασική συνθήκη κατανόησης ενός κειμένου.

    Πολύ καλή η επιλογή του συγκεκριμένου εξώφυλλου. Εξαιρετική ανάρτηση!

    Χρυσούλα

  2. Παναγιώτης Αλεξανδρίδης says:

    Πιθανόν να έχεις δίκιο. Αν και δεν είναι αδύνατο να ταυτιστείς με τον Ρικάρντο (αν είσαι άντρας - εγώ το "έπαθα" στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου). Είναι βασική (ικανή) αλλά όχι απαραίτητη (αναγκαία) συνθήκη για την κατανόηση του κειμένου, κατά τη γνώμη μου.

    Παρεμπιπτόντως, διαβάζω αυτές τις μέρες το "Πράσινο σπίτι" του Γιόσα και έχω μείνει άναυδος με τον μοντερνισμό της γραφής του. Ελάχιστη σχέση με το "Παλιοκόριτσο". Προφανώς τέτοια κείμενα τον τοποθέτησαν στην πρωτοπορία του λατινοαμερικάνικου "μπουμ" της δεκαετίας του '60.

    Σιγά μην έβαζα τη φωτογραφία του απαίσιου ελληνικού εξώφυλλου!

    Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και την ευκαιρία να συνεχίσουμε τη συζήτηση για το βιβλίο κι από δω.

  3. Παναγιώτης Αλεξανδρίδης says:

    Κάτι άλλο που θέλω να θίξω είναι το όνομα και πώς προφέρεται. Οι Ισπανοί το προφέρουν Λιόσα, οι Αμερικανοί Λόουσα, κάποιοι κάτι σαν Ζιόσα και στο Περού πιθανότατα Γιόσα. Μετά απ' όλα αυτά, ίσως θα ήταν καλύτερα να υιοθετούσαμε κι εμείς το Λιόσα που μολονότι δεν είναι ακριβές, έχει το πλεονέκτημα να αποδίδει οπτικά τη γραφή στο λατινικό αλφάβητο και ίσως δημιουργεί λιγότερες συγχύσεις μια και χρησιμοποιείται από τους περισσότερους.

    Κάποιες ακόμη γνώμες θα ήταν ευπρόσδεκτες.

  4. Ανώνυμος says:

    Δεν θυμάμαι αν το αναφέραμε, αλλά πράγματι, το "Παλιοκόριτσο" δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικό δείγμα της γραφής του Μ.Β.Γ. Απ' όσο μπορώ να κρίνω, μάλλον διεκπαιρεωτικό κι ευφρόσυνο είναι - τηρουμένων των αναλογιών βεβαίως.

    Θα συμφωνήσω για το ελληνικό εξώφυλλο.

    Έχεις δίκιο για την απόδοση του ονόματος του συγγραφέα ως προς την οπτικότητα του αλφαβήτου στο οποίο παραπέμπει. Ωστόσο, κάποιος που γνωρίζει λίγα ισπανικά θα το διαβάσει αμέσως ΓΙόσα έχοντας την εικόνα "Ll" στο νου του - αυτόματος συνειρμός του αντίστοιχου γραμματικού κανόνα. Δεν νομίζω, παρ' όλα αυτά, πως δημιουργεί κάποιο πρόβλημα στις συζητήσεις μεταξύ βιβλιόφιλων, μάλλον αφορμή δίνει για περιεκτικές και γόνιμες -αν και πιο "ειδικές"- συζητήσεις χωρίς να απαιτείται φυσικά από τον καθένα μας να γνωρίζει ισπανικά. For what is worth, though, και οι δύο αποδόσεις είναι σωστές. Είναι θέμα επιλογής. Πάντως, το "Λιόσα" έχει επικρατήσει στην αγορά και θαρρώ ότι είναι λόγω Καστανιώτη ο οποίος το έχει αποδώσει έτσι σ΄όλα τα βιβλία του Μ.Β.Γ. που κυκλοφορεί. Μόνο ο Εξάντας (πριν πολλά πολλά χρόνια) το είχε αποδώσει ως Γιόσα. Με συγχωρείς αν γίνομαι κουραστική με την εμμονή μου στο "ΓΙ" αλλά θεωρώ το ΛΙόσα μη εύηχο - μου θυμίζει τα Λιόσια στην Αθήνα...

    Καλημέρα,

    Χρυσούλα

  5. Παναγιώτης Αλεξανδρίδης says:

    Ναι, συμφωνώ ότι το Γιόσα είναι πιο εύηχο. Ο μόνος φόβος μου μήπως καταντήσει μη αναγνωρίσιμο.

Σχόλια

Ετικέτες