Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

10 ώρες δυτικά - Γιώργος Γλυκοφρύδης (ΕΛ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

0 σχόλια
Γυρίζοντας την πλάτη στην Ιστορία

Έχοντας ζήσει τα γυμνασιακά και τα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, δεν μπορούσα παρά να νιώσω στο μυθιστόρημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη σαν στο σπίτι μου. Και είναι πραγματικά ένα βιβλίο που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι εκεί, αλλά είναι ταυτόχρονα πικρή η συνειδητοποίηση ότι η πόλη έχει αλλάξει χωρίς, φυσικά, να σε λογαριάσει.

Η Θεσσαλονίκη είναι, ως γνωστόν, η μόνη πόλη στην Ελλάδα που έχει τόσο μακραίωνη αδιάλειπτη ιστορία. Τα πρόσωπα που κατά καιρούς έχει αλλάξει είναι χαραγμένα πάνω στο κορμί της, έστω κι αν τα διάφορα ψιμύθια δεν επιτρέπουν στον επισκέπτη (αλλά και στον κάτοικο) να τα αντιληφθεί. Να θυμίσω ενδεικτικά ότι ένα από τα σημαντικότερα τζαμιά της (το Χαμζά-Μπέη τζαμί – χτισμένο το 1467-8!) στέγαζε επί χρόνια κεντρικό τσοντάδικο της πόλης (Αλκαζάρ) και τώρα επιτέλους αναστηλώνεται. Πόσοι γνωρίζουν ότι το έμβλημα της πόλης, ο Λευκός Πύργος, είναι τούρκικη κατασκευή; Ποιοι από μας ξέρουν ότι πριν το 1912 η μεγαλύτερη κοινότητα της πόλης ήταν η εβραϊκή, με ιστορική παρουσία τεσσάρων και πλέον αιώνων και ένα μέγεθος της τάξης του 40% του συνολικού πληθυσμού (με τους Έλληνες γύρω στο 20%). Η ανάγκη ελληνοποίησης της Θεσσαλονίκης έφερε κάποιες μερίδες του χριστιανικού πληθυσμού σε αντίθεση με τους Εβραίους, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Κάμπελ, το 1931. (Εκεί κατά κάποιο τρόπο ξεκινάει μάλλον και το μίσος του Σταύρου Τσόχα καθώς αναφέρεται κατ’ επανάληψη η συμμετοχή του πατέρα του σ’ αυτά.)

Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος αναπλάθει την κατοχική Θεσσαλονίκη και τις διώξεις (ευφημισμός μού ακούγεται) των Εβραίων από τους Γερμανούς. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Σταύρος που μαζί με τον αινιγματικό Κατσεμπάνο συνεργάζονται με τους Ναζί στην προσπάθεια «εκκαθάρισης» (στο πλαίσιο της γνωστής «τελικής λύσης»). Είναι τόσο έντονη η ατμόσφαιρα που δημιουργεί με κινηματογραφικό τρόπο ο Γλυκοφρύδης (γιος του γνωστού σκηνοθέτη άλλωστε και συνεργάτης σε κινηματογραφικές παραγωγές ο ίδιος) που βρίσκεσαι κι εσύ εκεί στην Πλατεία Ελευθερίας (τι τραγική επιλογή!) μαζί με τους χιλιάδες Εβραίους που υφίστανται άπειρους εξευτελισμούς με πρόσχημα την καταγραφή τους. Όπως βρίσκεσαι κι εσύ εκεί όταν ο Σταύρος εισβάλλει, με κύριο όπλο ένα τσεκούρι, στο σπίτι των Λεβή ψάχνοντας για λίρες. Ο τρόπος που ο Γ.Γ. σκιαγραφεί τον υπάνθρωπο Σταύρο Τσόχα είναι συγκλονιστικός. Ελλειπτικός κι απέριττος, πάει κατ’ ευθείαν στην καρδιά του κτήνους, που κυριαρχείται από απρόκλητο μίσος και απληστία.

Το υπόλοιπο βιβλίο είναι στην ουσία η ερωτική ιστορία ανάμεσα στην Αριάδνη και τον Μωυσή. Πάλι η γραφίδα του συγγραφέα σε φέρνει μέσα στην ιστορία που διηγείται. Με πολλά στοιχεία από την καθημερινότητα της πόλης, με γλώσσα ρέουσα και διαλόγους καλοδουλεμένους σε ένα σύγχρονο ιδίωμα (φαντάζομαι έτσι μιλάνε πια οι νέοι της συμπρωτεύουσας) σε κάνει να νιώθεις σαν να μπορείς να αγγίξεις τους ήρωές του. Δεν θα έλεγα ότι αισθάνθηκα το ίδιο στα «αμερικάνικα» κομμάτια, αλλά αυτό το δικαιολογώ κάπως, επειδή ίσως να ήταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα. Αυτό που θεωρώ αρνητικό είναι το ότι ο Γ.Γ. παρασυρμένος από την ερωτική του ιστορία - ερωτεύονται άραγε οι συγγραφείς τις ηρωίδες τους; - βάζει σε δεύτερη μοίρα εκείνο με το οποίο ξεκίνησε: την επίδραση της Ιστορίας πάνω στο άτομο. Τώρα πια όλοι είναι διατεθειμένοι να αρνηθούν το παρελθόν, να ξεχάσουν. Όλοι δείχνουν τη μεγαλοψυχία τους. Ακόμη και η εκδίκηση είναι μια απλή διαδικασία. Αρκεί αυτό όμως για την κάθαρση; Και πώς σχετίζονται όλα αυτά με το τέλος της ιστορίας: φτάνει να πληρώσει ένα χούφταλο δοσίλογος για να γίνει η Ελλάδα ένας τόπος όπου μπορείς να ζήσεις;

Θυμάμαι τους φίλους και συμμαθητές Έλληνες-Εβραίους (τον Τόνι, τον Μωυσή που τον φωνάζανε Μίμη, και τόσους άλλους) και θλίβομαι γιατί ποτέ δεν αναρωτήθηκα πώς βρέθηκαν σ’ αυτή την πόλη, ποια ήταν η ιστορία τους, η ιστορία της  οικογένειάς τους. Μήπως παίρνουμε υπερβολικά πολλά πράγματα ως δεδομένα; Μήπως έχουμε αναπτύξει μια υπερβολικά επιλεκτική μνήμη;  Όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε γυρίσει την πλάτη στην Ιστορία και φοβάμαι ότι αυτό δεν προμηνύει τίποτα καλό για το μέλλον.

Share/Bookmark

Σχόλια

Ετικέτες