Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Φωτιά και Πάγος - Robert Frost

0 σχόλια
Φωτιά και Πάγος

Κάποιοι λένε ο κόσμος θα τελειώσει στη φωτιά,
Κάποιοι λένε στον πάγο.
Απ' όση στη ζωή ένιωσα πεθυμιά
Τάσσομαι εγώ μ' αυτούς που θέλουν τη φωτιά.
Μα αν ήταν να χαθεί δύο φορές,
Νομίζω μίσος γνώρισα αρκετό
Ώστε να πω ότι ο πάγος για καταστροφές
Σπουδαίος είναι και αυτός
Και τη δουλειά θα κάνει επαρκώς.


[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]

Διαβάστε εδώ για τον ποιητή Ρόμπερτ Φροστ. Διαβάστε εδώ το ποίημα στο πρωτότυπο.
Συνέχεια →

Είμαι ο Κανένας - Έμιλι Ντίκινσον

0 σχόλια
Emily Dickinson

Είμαι ο Κανένας! Εσύ ποιος είσαι;
Είσαι - κι εσύ - Κανένας;
Είμαστε δύο τότε! Μη μιλήσεις!
Αλίμονό μας - θα το μάθουν όλοι!


Ω, πόσο ανιαρό - να είσαι - Κάποιος!
Πόσο κοινό - σαν Βάτραχος - να λες
Ολημερίς Ιούνη μήνα - τ' όνομά σου
Σε ένα Βάλτο γεμάτο θαυμασμό!


[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
Διαβάστε εδώ το ποίημα στο πρωτότυπο (την παραλλαγή που χρησιμοποίησα για τη μετάφραση).
Συνέχεια →
Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Ευρυδίκη - H.D.

0 σχόλια
Ευρυδίκη

Γιατί γύρισες,
ο Άδης για να κατοικηθεί ξανά
από εμένα έτσι
ριγμένη στην ανυπαρξία;

Γιατί γύρισες;
γιατί έστρεψες το βλέμμα σου;

Μ’ έριξες πίσω λοιπόν…
Εγώ που θα βάδιζα με τις ψυχές τις ζωντανές
πάνω στη γη.
Εγώ που θα ξάπλωνα μέσα στα ζωντανά λουλούδια
επιτέλους.

Για την αλαζονεία σου λοιπόν
και για την ασπλαχνιά σου
ρίχνομαι πίσω
εδώ όπου νεκροί λειχήνες στάζουνε
νεκρά αποκαΐδια σε τέλματα από στάχτη.

Τι ήταν αυτό που πέρασε απ’ το πρόσωπό μου
με το φως απ’ το δικό σου
και το βλέμμα σου;

Τι ήταν αυτό που είδες στο πρόσωπό μου…
το φως απ’ το δικό σου πρόσωπο,
τη φωτιά απ’ τη δική σου παρουσία;

[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
[Διαβάστε εδώ το ποίημα στο πρωτότυπο.]
Συνέχεια →
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα - Μαριάννα Κορομηλά (εκδ. ΑΓΡΑ)

0 σχόλια
Προσφυγιά και επιχειρηματικό δαιμόνιο στη Μαύρη Θάλασσα

Ομολογώ ότι δεν ήμουν ιδιαίτερα φιλικά προδιατεθειμένος απέναντι στο βιβλίο της Κορομηλά. Δεν μπορώ να πω ότι με είχε ξετρελάνει η «Μαρία των Μογγόλων» και το σφιγμένο , γεμάτο παρεκβάσεις, γράψιμό της και η έπαρση που μου φάνηκε πως διέκρινα. Παρ’ όλα αυτά, είχα ανέκαθεν περιέργεια γι’ αυτό που μάλλον θεωρείται το καλύτερο έργο της, τον «Οδυσσέα».  Έχοντας διαβάσει τη «Μαύρη Θάλασσα» του Νηλ Άσερσον που λίγο-πολύ αναφέρεται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, ήμουν ήδη ενημερωμένος για την προαιώνια παρουσία και δράση των Ελλήνων στην περιοχή. Έτσι δεν με ξάφνιασαν οι καθηλωτικές λεπτομέρειες της Μ.Κ. για τη σημασία της πολιτισμικής κληρονομιάς που άφησε πίσω του το Βυζάντιο παίρνοντας τη σκυτάλη από τους Αρχαίους Έλληνες. Και το κύριο μέσο μεταφοράς πολιτισμού ήτανε πάντα το εμπόριο.

Έμπορας είναι, κυρίως, και ο ήρωας της Μ.Κ., ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος. Τα βιογραφικά του στοιχεία, γραμμένα από τον ίδιο και επεξεργασμένα πρώτα από την κόρη του και αργότερα από την Μ.Κ., εναλλάσσονται με κεφάλαια στα οποία δίνονται γενικότερες πληροφορίες για την κάθε εποχή και περιοχή όπου τον ρίχνουν οι ταραγμένοι καιροί. Μια περιπλάνηση σε όλη τη δυτική και βόρεια παρευξείνια ζώνη, από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι τη μεταπολεμική, ελέω Σοβιετικής Ένωσης, κομουνιστική επικράτηση. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η προσαρμοστικότητα του Έλληνα και η ευκολία (ή δυσκολία) με την οποία επιβιώνει σε όλες τις καταστάσεις (στηριγμένος σε μία πολυάριθμη και εξίσου δραστήρια οικογένεια). Εννιά φορές (αν μέτρησα σωστά) αναγκάζεται να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς και να ξαναρχίσει (σχεδόν) από το μηδέν. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο είναι φοβερό. Σκέφτομαι όμως πως αν το βιβλίο δεν αναφερόταν σε Έλληνα, σε ορισμένα σημεία θα το διαβάζαμε απλώς ως συμβουλές για το «πώς να τα χάσετε όλα και να πλουτίσετε ξανά σε έναν χρόνο». Φαντάζεστε τι «θυσίες» και τι συμβιβασμοί χρειάζεται να γίνουν για να κατορθωθεί κάτι τέτοιο. Σε αυτή την περίπτωση αναρωτιέμαι πως σημασία έχει όχι το τι λέει αλλά τι ΔΕΝ λέει ο συγγραφέας – η Μ.Κ. ή/και ο ίδιος ο Δανιηλόπουλος. Να αναφέρω ενδεικτικά ότι στην γερμανοκηδεμονευόμενη Ρουμανία ο Γ. Δ. εγγράφεται στη Γερμανική Ακαδημία «επειδή θαυμάζει τον γερμανικό πολιτισμό». Αυτό το λιγότερο που μπορεί να θεωρηθεί είναι πολιτική αφέλεια. Ας μην αναλογιστώ το περισσότερο…

Δεύτερη «απορία» μου:
[Λεζάντα στη φωτογραφία της σελίδας 188]                                                                                  «Φυλακή Ντοφτάνα: Στα 397 κελιά φυλακίστηκαν οι ηγέτες της αγροτικής εξέγερσηςτου 1907 και της εργατικής του 1933. Εδώ, κομβόυ καταδίκων στα αλατωρυχεία Τουργκόκνα της Ντοφτάνα. Η παρουσία του Δανιηλόπουλου, ο οποίος φωτογραφίζεται δίπλα σε αξιωματικούς της χωροφυλακής και με φόντο τους πολιτικούς κρατούμενους, οφείλεται σε επιχειρηματικούς λόγους. (1928. Φωτ. Γ.Δ.)»
Τι στο καλό σημαίνει αυτό; Τι είναι οι «επιχειρηματικοί λόγοι» και πόσα μπορούν να δικαιολογήσουν; Σαν να λέμε, κατ’ αντιστοιχία, ο τάδε Έλληνας επιχειρηματίας εμφανίζεται χαμογελαστός σε επίσκεψη στη Μακρόνησο. Πώς θα τον χαρακτηρίζατε; Η Μ.Κ. πάντως αυτά τα αφήνει ασχολίαστα και γενικά δεν αμφισβητεί τον Δανιηλόπουλο.


Με λίγα λόγια δεν με εντυπωσιάζει ή καλύτερα με εντυπωσιάζει αρνητικά ο ήρωας της Μ.Κ.. Η οπτική του γωνία είναι περιορισμένη και η μνήμη του υπερβολικά επιλεκτική. Καταγράφει «λογιστικά» παρά περιγράφει (με εξαιρέσεις,  π.χ. τους αναστενάρηδες). Όταν ερωτεύεται, ο «λογιστής» αρχίζει να μιλάει πιο ανθρώπινα. Το τελευταίο μέρος, οι μέρες του Κορωπίου, δίνεται με περισσότερες λεπτομέρειες. Προφανώς θυμάται καλύτερα τα πιο πρόσφατα γεγονότα. Γενικά, πάντως, συχνά έπιασα τον εαυτό μου να ξαναδιαβάζει κάποιες σελίδες, οι οποίες την πρώτη φορά περνούσαν από μπροστά μου χωρίς να τις καταγράφει ο εγκέφαλός μου. Κάτι που δεν μου συμβαίνει με την καλή λογοτεχνία.


Εν κατακλείδι, παρ’ όλες τις αδυναμίες του κειμένου και του ήρωά της, η Κορομηλά μάς φανερώνει μια πλευρά του ελληνισμού που είναι σχεδόν άγνωστη. Οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που εμπλέκονται στις παρευξείνιες περιπέτειες, στον μακρινό απόηχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, είναι η τελευταία σελίδα μιας τραγικής εν τέλει ιστορίας. Με την «απαλοιφή» αυτών των απόδημων Ελλήνων ο μαυροθαλασσίτικος κόσμος δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος. Οι εποχές των ταξιδιών χωρίς κρατικά σύνορα είναι πια παρελθόν. Καλύτερα να το αποφασίσουμε μια και καλή: το χρυσόμαλλο δέρας δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ εκεί από όπου ξεκίνησε. 
Συνέχεια →
Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

10 ώρες δυτικά - Γιώργος Γλυκοφρύδης (ΕΛ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

0 σχόλια
Γυρίζοντας την πλάτη στην Ιστορία

Έχοντας ζήσει τα γυμνασιακά και τα φοιτητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη, δεν μπορούσα παρά να νιώσω στο μυθιστόρημα του Γιώργου Γλυκοφρύδη σαν στο σπίτι μου. Και είναι πραγματικά ένα βιβλίο που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι εκεί, αλλά είναι ταυτόχρονα πικρή η συνειδητοποίηση ότι η πόλη έχει αλλάξει χωρίς, φυσικά, να σε λογαριάσει.

Η Θεσσαλονίκη είναι, ως γνωστόν, η μόνη πόλη στην Ελλάδα που έχει τόσο μακραίωνη αδιάλειπτη ιστορία. Τα πρόσωπα που κατά καιρούς έχει αλλάξει είναι χαραγμένα πάνω στο κορμί της, έστω κι αν τα διάφορα ψιμύθια δεν επιτρέπουν στον επισκέπτη (αλλά και στον κάτοικο) να τα αντιληφθεί. Να θυμίσω ενδεικτικά ότι ένα από τα σημαντικότερα τζαμιά της (το Χαμζά-Μπέη τζαμί – χτισμένο το 1467-8!) στέγαζε επί χρόνια κεντρικό τσοντάδικο της πόλης (Αλκαζάρ) και τώρα επιτέλους αναστηλώνεται. Πόσοι γνωρίζουν ότι το έμβλημα της πόλης, ο Λευκός Πύργος, είναι τούρκικη κατασκευή; Ποιοι από μας ξέρουν ότι πριν το 1912 η μεγαλύτερη κοινότητα της πόλης ήταν η εβραϊκή, με ιστορική παρουσία τεσσάρων και πλέον αιώνων και ένα μέγεθος της τάξης του 40% του συνολικού πληθυσμού (με τους Έλληνες γύρω στο 20%). Η ανάγκη ελληνοποίησης της Θεσσαλονίκης έφερε κάποιες μερίδες του χριστιανικού πληθυσμού σε αντίθεση με τους Εβραίους, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Κάμπελ, το 1931. (Εκεί κατά κάποιο τρόπο ξεκινάει μάλλον και το μίσος του Σταύρου Τσόχα καθώς αναφέρεται κατ’ επανάληψη η συμμετοχή του πατέρα του σ’ αυτά.)

Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος αναπλάθει την κατοχική Θεσσαλονίκη και τις διώξεις (ευφημισμός μού ακούγεται) των Εβραίων από τους Γερμανούς. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Σταύρος που μαζί με τον αινιγματικό Κατσεμπάνο συνεργάζονται με τους Ναζί στην προσπάθεια «εκκαθάρισης» (στο πλαίσιο της γνωστής «τελικής λύσης»). Είναι τόσο έντονη η ατμόσφαιρα που δημιουργεί με κινηματογραφικό τρόπο ο Γλυκοφρύδης (γιος του γνωστού σκηνοθέτη άλλωστε και συνεργάτης σε κινηματογραφικές παραγωγές ο ίδιος) που βρίσκεσαι κι εσύ εκεί στην Πλατεία Ελευθερίας (τι τραγική επιλογή!) μαζί με τους χιλιάδες Εβραίους που υφίστανται άπειρους εξευτελισμούς με πρόσχημα την καταγραφή τους. Όπως βρίσκεσαι κι εσύ εκεί όταν ο Σταύρος εισβάλλει, με κύριο όπλο ένα τσεκούρι, στο σπίτι των Λεβή ψάχνοντας για λίρες. Ο τρόπος που ο Γ.Γ. σκιαγραφεί τον υπάνθρωπο Σταύρο Τσόχα είναι συγκλονιστικός. Ελλειπτικός κι απέριττος, πάει κατ’ ευθείαν στην καρδιά του κτήνους, που κυριαρχείται από απρόκλητο μίσος και απληστία.

Το υπόλοιπο βιβλίο είναι στην ουσία η ερωτική ιστορία ανάμεσα στην Αριάδνη και τον Μωυσή. Πάλι η γραφίδα του συγγραφέα σε φέρνει μέσα στην ιστορία που διηγείται. Με πολλά στοιχεία από την καθημερινότητα της πόλης, με γλώσσα ρέουσα και διαλόγους καλοδουλεμένους σε ένα σύγχρονο ιδίωμα (φαντάζομαι έτσι μιλάνε πια οι νέοι της συμπρωτεύουσας) σε κάνει να νιώθεις σαν να μπορείς να αγγίξεις τους ήρωές του. Δεν θα έλεγα ότι αισθάνθηκα το ίδιο στα «αμερικάνικα» κομμάτια, αλλά αυτό το δικαιολογώ κάπως, επειδή ίσως να ήταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα. Αυτό που θεωρώ αρνητικό είναι το ότι ο Γ.Γ. παρασυρμένος από την ερωτική του ιστορία - ερωτεύονται άραγε οι συγγραφείς τις ηρωίδες τους; - βάζει σε δεύτερη μοίρα εκείνο με το οποίο ξεκίνησε: την επίδραση της Ιστορίας πάνω στο άτομο. Τώρα πια όλοι είναι διατεθειμένοι να αρνηθούν το παρελθόν, να ξεχάσουν. Όλοι δείχνουν τη μεγαλοψυχία τους. Ακόμη και η εκδίκηση είναι μια απλή διαδικασία. Αρκεί αυτό όμως για την κάθαρση; Και πώς σχετίζονται όλα αυτά με το τέλος της ιστορίας: φτάνει να πληρώσει ένα χούφταλο δοσίλογος για να γίνει η Ελλάδα ένας τόπος όπου μπορείς να ζήσεις;

Θυμάμαι τους φίλους και συμμαθητές Έλληνες-Εβραίους (τον Τόνι, τον Μωυσή που τον φωνάζανε Μίμη, και τόσους άλλους) και θλίβομαι γιατί ποτέ δεν αναρωτήθηκα πώς βρέθηκαν σ’ αυτή την πόλη, ποια ήταν η ιστορία τους, η ιστορία της  οικογένειάς τους. Μήπως παίρνουμε υπερβολικά πολλά πράγματα ως δεδομένα; Μήπως έχουμε αναπτύξει μια υπερβολικά επιλεκτική μνήμη;  Όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε γυρίσει την πλάτη στην Ιστορία και φοβάμαι ότι αυτό δεν προμηνύει τίποτα καλό για το μέλλον.
Συνέχεια →
Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Νόμπελ στον Μάριο Βάργκας Γιόσα (Llosa)

0 σχόλια

Στον 74χρονο περουβιανό συγγραφέα Μάριο Βάργκας Γιόσα απονέμεται το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2010, ανακοίνωσε σήμερα, Πέμπτη, στη Στοκχόλμη η Επιτροπή Νομπέλ της Σουηδικής Ακαδημίας. Το βραβείο συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 10 εκ. σουηδικών κορώνων (περίπου 1 εκ. ευρώ).

Στην ανακοίνωση της επιτροπής αναφέρεται ότι το βραβείο απονέμεται στον περουβιανό συγγραφέα "για τη χαρτογράφηση των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές εικόνες της αντίστασης του ατόμου, της εξέγερσης και της ήττας του".

Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα γεννήθηκε στην πόλη Αρεκίπα του Περού στις 28 Μαρτίου 1936 και απέκτησε την ισπανική υπηκοότητα το 1993, τρία χρόνια μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές στο Περού.

Επιλογή βιβλιογραφίας:
Η πόλη και τα σκυλιά (Καστανιώτη)
Το παλιοκόριτσο (Καστανιώτη) [εδώ παρουσίαση του βιβλίου στο ιστολόγιό μας]
Ο παράδεισος στην άλλη γωνία (Καστανιώτη)
Το πράσινο σπίτι (Καστανιώτη)
Μια ιστορία για τον Μάυτα (Καστανιώτη)
Η γιορτή του τράγου (Καστανιώτη)
Τα τετράδια του δον Ριγοβέρτο  (Καστανιώτη)
Μητριάς εγκώμιο (Πατάκη)
Ο Λιτούμα στις Άνδεις (Εξάντας)
Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου (Εξάντας)
Ο Πανταλέων και οι επισκέπτριες (Εξάντας)

Διαβάστε εδώ αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Γιόσα στον διεθνή Τύπο.
Συνέχεια →
Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Νεκρή Ευρώπη - Christos Tsiolkas (εκδ. Printa)

0 σχόλια

(Διαβάστε εδώ συνέντευξη του Χρήστου Τσιόλκα στο Βήμα κι εδώ στο kourdistoportokali)

Το τρίτο μυθιστόρημα του Ελληνο-Αυστραλού Χρήστου Τσιόλκα (Christos Tsiolkas) είναι πολύ ενοχλητικό. Θα έλεγα ότι η ωμότητα των ομοφυλοφιλικών σεξουαλικών πράξεων (κάθε άλλο παρά ερωτικά περιγραμμένων) είναι το μικρότερο σοκ που υφίσταται ο μέσος αναγνώστης. Η κοπροφιλία, ο βαμπιρισμός και ο σαδιστικός φόνος (έστω και σε οραματικό [;] επίπεδο) είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που οδηγούν το κείμενο σε έναν βάναυσο νατουραλισμό. Ταυτόχρονα, μεγάλα κομμάτια του μυθιστορήματος κινούνται σε έναν μαγικό ρεαλισμό στην πιο μαύρη ίσως εκδοχή του. Ο Τσιόλκας μάς κατεβάζει σε μια Κόλαση, σε μια σύγχρονη Αυλή των Θαυμάτων, χωρίς εύκολη έξοδο. Αυτός ο Κρανίου Τόπος έχει όνομα: λέγεται Ευρώπη, λέγεται Δυτικός Πολιτισμός - μια Κιβωτός που περιπλανιέται σε μια θάλασσα από ούρα, κόπρανα, σπέρμα και αίμα, φορτωμένη καταδικασμένους ανθρώπους.

Η ιστορία εξυφαίνεται σε δύο χρονικά επίπεδα. Το ένα, στην εποχή της Κατοχής, του
Εμφυλίου και της δεκαετίας του '50, μιλάει για μια οικογένεια που ζει σε ένα χωριό
κοντά στο Καρπενήσι. Μυστικά και ενοχές. Σκληρές εικόνες, οι οποίες όμως είναι τόσο
δυνατές που σε προδιαθέτουν να τους συγχωρήσεις την ενδεχόμενη αδικία. Εξάλλου, ο
Χ.Τ. δεν είναι ο μόνος συγγραφέας που σκιαγραφεί τόσο αρνητικά το ελληνικό χωριό. Η
γλώσσα είναι εξαιρετική και διακριτή σε σχέση με τη σύγχρονη αφήγηση, κάτι που
φαίνεται και στη μετάφραση της Νίκης Προδρομίδου (με ελάχιστες παρασπονδίες). Το
δεύτερο επίπεδο διαδραματίζεται στο τώρα (2004, αν κρίνουμε από τις αναφορές στους
Ολυμπιακούς Αγώνες) και είναι μια περιπλάνηση στην Ευρώπη που ξεκινάει από την
Αθήνα για να καταλήξει στο Λονδίνο.

Ο αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας, ο Ισαάκ, ο Ελληνο-Αυστραλός με το - όχι τυχαία
- ισραηλίτικο όνομα, φωτογράφος, θα γίνει ο περιηγητής και ο μάρτυρας μιας Ευρώπης
που πεθαίνει.Εγκλωβισμένη στο παρελθόν της χωρίς να μπορεί να βρει τη θέση της σ'
έναν κόσμο που αλλάζει. Κατακερματισμένη, καταναλωτική αλλά και βυθισμένη στη φτώχεια, ρατσιστική και αφιλόξενη, με πόλεις-γκέτο, με τα φαντάσματα του παρελθόντος να καταγράφονται ακόμα και στο φιλμ της φωτογραφικής μηχανής του Ισαάκ. Δίπλα σ' αυτά τα φαντάσματα ζουν οι ήρωες του Χ.Τ. Ξεριζωμένοι, μετανάστες ή πρόσφυγες, αρσενικές και θηλυκές πόρνες, ξεπουλημένοι καλλιτέχνες, εκπατρισμένοι καθηγητές φιλοσοφίας που εργάζονται ως αχθοφόροι. Το αστικό τοπίο μοιάζει ντεκόρ σε ταινία τρόμου.

Ο Ισαάκ, ομοφυλόφιλος, σε μόνιμη σχέση με τον Κόλιν που έχει μείνει στη Μελβούρνη,
αλλά σε πρόσκαιρη σχέση σχεδόν με όποιον νεαρό ή μεγαλύτερο άντρα βρεθεί στον δρόμο του, περιφέρεται άσκοπα στις πόλεις της "νεκρής" ηπείρου αναζητώντας τον εαυτό του. Σιγά-σιγά η όσφρησή του οξύνεται έτσι ώστε αντιλαμβάνεται πια τους άλλους γύρω του με τον πιο ζωώδη τρόπο. Το αίμα, που είναι φορέας ζωής αλλά και αυτό που ενώνει φυλετικά με το παρελθόν, γίνεται γι' αυτόν θάνατος.

Δεν ξέρω αν μπορώ να συμφωνήσω με τη λύση που δίνει τελικά ο Χ.Τ. (τουλάχιστον όπως την προσλαμβάνω εγώ: αυτό που σώζει είναι η πίστη, η αγάπη και η θυσία), σίγουρα όμως το μυθιστόρημα αυτό δεν ξεχνιέται εύκολα. Χαοτικό και βαθύ, ωμό αλλά και ανθρώπινο, σε βάζει να σκεφτείς πολλά πράγματα για την Ελλάδα, την Ευρώπη (άν έχει κάποια ευρύτερη σημασία αυτός ο γεωγραφικός όρος) και τον κόσμο της παγκοσμιοποίησης που όλο και περισσότερο μας φοβίζει. Μια επίσκεψη στο διαδίκτυο - για όσους διαβάζουν επαρκώς αγγλικά - μπορεί να δείξει πόση αίσθηση, θετική κι αρνητική, έκανε η "Νεκρή Ευρώπη". Από τις πολυάριθμες αναλύσεις (κι όχι απλές βιβλιοπαρουσιάσεις σαν τη δική μας) μπορεί να φανεί πόσο αγγίζει ο προβληματισμός του Χ.Τ. Ίσως ήταν άδικο που έπρεπε να είναι στη λίστα των υποψηφίων του Booker με το καινούργιο του Slap ("Χαστούκι") για να τον ανακαλύψουμε και όσοι ζούμε στις παρυφές του Δυτικού Πολιτισμού.
Συνέχεια →

Ετικέτες